Ο Νίκος Πολιτάκης φανερώνει για ποιους λόγους ο ΘΡΥΛΟΣ είναι κάτι διαφορετικό και ανώτερο. Η συγκλονιστικότερη συνέντευξη ενός τεράστιου ΟΛΥΜΠΙΑΚΟΥ.
Γι' αυτό σε λένε ΘΡΥΛΟ... Γι' αυτό είσαι ο απόλυτας αυτοκράτορας του ελληνικού αθλητισμού... Γι' αυτό είσαι ο ένας και μοναδικός, ο Μέγας ΟΛΥΜΠΙΑΚΟΣ! Γιατί έχεις για πιστούς σου όλη την «αφρόκρεμα», όλους εκείνους που για το μεγαλείο σου κάνουν τα πάντα και φανερώνουν ήθος, αξιοπρέπεια, μεγαλείο. Είσαι το κάτι διαφορετικό, το κάτι ανεπανάληπτο, κάτι που όλοι οι άλλοι δεν μπορούν να διανοηθούν και να νιώσουν.
Το να σκέφτεσαι ΟΛΥΜΠΙΑΚΑ και να δρας ΟΛΥΜΠΙΑΚΑ είναι κάτι άλλο, κάτι διαφορετικό! Για τους άλλους, οι σύλλογοί τους σε μεγάλο βαθμό είναι τα 90 λεπτά ενός αγώνα ποδοσφαίρου, τα 40 λεπτά ενός αγώνα μπάσκετ, τα 4 οκτάλεπτα ενός αγώνα πόλο, τα 3 ως 5 σετ ενός αγώνα βόλεϊ. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΓΑΥΡΟΥΣ, Ο ΣΥΛΛΟΓΟΣ ΤΗΣ ΚΑΡΔΙΑΣ ΤΟΥΣ ΕΙΝΑΙ ΚΟΜΜΑΤΙ ΑΠΟ ΤΗ ΖΩΗ ΤΟΥΣ, ΜΕΡΟΣ ΤΗΣ ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΟΤΗΤΑΣ ΤΟΥΣ.
Το ίδιο συμβαίνει και με τον Νίκο Πολιτάκη! Ένας άνθρωπος 84 ετών, τυφλός, αλλά μάγκας ΟΛΥΜΠΙΑΚΟΣ! Μια ψυχή που εν μέσω τέτοιων καιρών χάρισε 100 ευρώ στον σύλλογο της καρδιάς του και ο μόνος λόγος ήταν «για να αθλούνται τα Ελληνόπουλα και να μένουν μακριά από τα ναρκωτικά! Θέλω με τα λεφτά αυτά να πίνουν μια πορτοκαλάδα και να δροσίζουν τα χειλάκια τους». Αυτό και πολλά άλλα είπε σε συνέντευξή του στο «ΕΘΝΟΣΠΟΡ», που ήταν απολαυστική και διδακτική...
Αναλυτικά η συνέντευξή του στο ΕΘΝΟΣΠΟΡ:
Γεννήθηκε στις 9 Ιουλίου του 1926 σ’ έναν στρατώνα, στις Τρεις Καμάρες του Ηρακλείου. «Έβρεχε κι
έμπαιναν νερά από την οροφή...», θυμάται ο γόνος προσφύγων, Νίκος Πολιτάκης. Η ζωή του μπάρμπα Νίκου, όπως τον αποκαλούν εδώ και χρόνια οι φίλοι του, γεμίζει... δύο βιβλία! Μάγκας, κιμπάρης και... ΟΛΥΜΠΙΑΚΟΣ, μα περισσότερο απ’ όλα μαχητής και δυνατός! Το 1982, μία μέρα πριν από τα γενέθλιά του, στις 8 Ιουλίου, είχε μιλήσει για πρώτη φορά στο «ΕΘΝΟΣ» σε μια έρευνα του Αρη Σκιαδόπουλου για την έξαρση των ναρκωτικών στις δυτικές συνοικίες της Αθήνας. Εξηγούσε τότε, πώς τυφλώθηκε το 1981. Του επιτέθηκαν «παποράκια», ενώ διανυκτέρευε στο περίπτερό του. Σήμερα, 28 χρόνια μετά, βρίσκεται πάλι εδώ, στις ίδιες σελίδες και λέει: Εδωσα 100 ευρώ στον ΟΛΥΜΠΙΑΚΟ».
Όντας ήδη μέλος του συλλόγου, δεν δίστασε να βάλει και πάλι το χέρι στην τσέπη: «Κάθε χρόνο κάνω πρώτος σεφτέ. Μακάρι όλοι οι σύλλογοι της Ελλάδας να εφαρμόσουν το ίδιο σύστημα για να προλάβουμε, πριν μας ναρκώσουν και την υπόλοιπη νεολαία. Από το υστέρημά μου δίνω. Είμαι συνταξιούχος, αλλά τι είναι 1,25 ευρώ την εβδομάδα! Μην δικαιολογούνται κάποιοι... Και ‘γω δεν μπορώ, αλλά τα βάζω στον κουμπαρά και μαζεύονται. Πόσες φορές έχω πάει ακόμα και κέρματα... Ηταν σπουδαία αυτή η ιδέα του Σωκράτη Κόκκαλη. Είναι ευεργέτης. Εφτιαξε το γήπεδο και τις εγκαταστάσεις. Έφυγε αλλά έφερε μεγάλο αντικαταστάτη, τον Μαρινάκη. Δεν μας πούλησε όπου κι όπου...».
Ως περιπτεράς, φερόταν ανάλογα. Άλλωστε, για ΟΛΥΜΠΙΑΚΟΥΣ μιλάμε, μάγκες, ανοιχτοχέρηδες: «Στήριζα τα μπατιράκια. Τους έλεγα όμως: Να μη φάμε το κεφάλαιο. Τα κέρδη να τα μοιραστούμε. Κι όταν κάποιος μου χρωστούσε, του εξηγούσα ότι δεν κρατώ τεφτέρι».
Για τη μεγάλη του αγάπη, είπε συγκινημένος: «Δεν έγινα τότε ΟΛΥΜΠΙΑΚΟΣ! Γεννήθηκα ΟΛΥΜΠΙΑΚΟΣ! Ήμουν από το σπέρμα του πατέρα μου και ‘γω και τα αδέρφια μου κι ο γιος μου, που είναι πρόεδρος της ΠΕΦΟ στην Ολλανδία». Μετέπειτα, συνέχισε: «Τότε, στο Φάληρο, έβγαζαν οι τράτες μαριδάκια και ‘γω πουλούσα ξυπόλητος λεμονάκια. Και λούστρος έγινα... Γύρναγα έξω από το γήπεδο, προπολεμικά, όταν ακόμα ήταν ποδηλατοδρόμιο με χώμα και καρβουνόσκονη και πουλούσα κουλούρια και παστέλια για να επιζήσω. Έσκιζα τα τσουβάλια που έβαζαν στο Καραϊσκάκη κι έμπαινα κρυφά να δω τον ΟΛΥΜΠΙΑΚΟ. Τον Βάζο που είχε χασάπικο, τους Ανδριανοπουλαίους... Ήταν δύστυχες εποχές. Όλες οι εποχές ήταν δύστυχες (!), αλλά ήμασταν μια αγκαλιά. Πράσινοι, κόκκινοι, κίτρινοι, μαύροι, αγκαλιασμένοι. Καλαμπουρίζαμε! Τώρα δεν μπορώ να... χωνέψω ότι κάποιος άτιμος έβαλε τη νεολαία να σκοτώνεται στα γήπεδα. Υπάρχει κάτι πιο ωραίο από την αγάπη;»
Δεν θα μπορούσε πάντως να μην... στολίσει και τον αιώνιο αντίπαλο για τις παλαιές «ομορφιές» του: «Τι να πρωτοθυμηθώ; Την ανθοδέσμη; Τον... Μπουμπλή, που είπαν κιόλας ότι ψήφιζε στο Αιγάλεω;», ενώ για το πως χαρακτηρίζει τον ΟΛΥΜΠΙΑΚΟ, σκέτη ανατριχίλα: «Είναι φως για μένα! Δεν ξέρω αν τα λέω καλά. Δεν έχω μόρφωση... θρανίου αλλά πεζοδρομίου».
Ο οικοδόμος μπάρμπα Νίκος κατέβηκε από τα μαδέρια και μπήκε στο περίπτερο το 1980: «Εκείνη την εποχή γινόταν το έλα να δεις... Στην πλατεία έπαιζαν στα ζάρια τις «πλάκες», το χασίς. Επειδή προστάτευα τα παιδιά και τους έλεγα να μην τα παίρνουν, ήμουν εμπόδιο των εμπόρων. Με προειδοποίησε ένας νεαρός: «Κάνεις καλή δουλειά με τα παιδιά. Θα σου κάψουν το περίπτερο». Από τότε καθόμουν φρουρός τη νύχτα. Μου επιτέθηκαν έξι «παποράκια»... Έτσι έγινε κι έχω καημό που δεν μπορώ να δω το εγγόνι μου».
Το άρθρο τελειώνει με το εξής καταπληκτικό: Έξω από το περίπτερο του είχαν γράψει με σπρέι: «Κομμουνιστή, ετοιμάσου να πεθάνεις». «Τότε είχαν τη «σάλτσα» του κομμουνιστή. Τώρα, αν δεν ταχθείς σε μια παράταξη, σε λένε ανεπιθύμητο. Αυτός είμαι! Ο ανεπιθύμητος!». Απλά συγκλονιστικός...
Γι' αυτό σε λένε ΘΡΥΛΟ... Γι' αυτό είσαι ο απόλυτας αυτοκράτορας του ελληνικού αθλητισμού... Γι' αυτό είσαι ο ένας και μοναδικός, ο Μέγας ΟΛΥΜΠΙΑΚΟΣ! Γιατί έχεις για πιστούς σου όλη την «αφρόκρεμα», όλους εκείνους που για το μεγαλείο σου κάνουν τα πάντα και φανερώνουν ήθος, αξιοπρέπεια, μεγαλείο. Είσαι το κάτι διαφορετικό, το κάτι ανεπανάληπτο, κάτι που όλοι οι άλλοι δεν μπορούν να διανοηθούν και να νιώσουν.
Το να σκέφτεσαι ΟΛΥΜΠΙΑΚΑ και να δρας ΟΛΥΜΠΙΑΚΑ είναι κάτι άλλο, κάτι διαφορετικό! Για τους άλλους, οι σύλλογοί τους σε μεγάλο βαθμό είναι τα 90 λεπτά ενός αγώνα ποδοσφαίρου, τα 40 λεπτά ενός αγώνα μπάσκετ, τα 4 οκτάλεπτα ενός αγώνα πόλο, τα 3 ως 5 σετ ενός αγώνα βόλεϊ. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΓΑΥΡΟΥΣ, Ο ΣΥΛΛΟΓΟΣ ΤΗΣ ΚΑΡΔΙΑΣ ΤΟΥΣ ΕΙΝΑΙ ΚΟΜΜΑΤΙ ΑΠΟ ΤΗ ΖΩΗ ΤΟΥΣ, ΜΕΡΟΣ ΤΗΣ ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΟΤΗΤΑΣ ΤΟΥΣ.
Το ίδιο συμβαίνει και με τον Νίκο Πολιτάκη! Ένας άνθρωπος 84 ετών, τυφλός, αλλά μάγκας ΟΛΥΜΠΙΑΚΟΣ! Μια ψυχή που εν μέσω τέτοιων καιρών χάρισε 100 ευρώ στον σύλλογο της καρδιάς του και ο μόνος λόγος ήταν «για να αθλούνται τα Ελληνόπουλα και να μένουν μακριά από τα ναρκωτικά! Θέλω με τα λεφτά αυτά να πίνουν μια πορτοκαλάδα και να δροσίζουν τα χειλάκια τους». Αυτό και πολλά άλλα είπε σε συνέντευξή του στο «ΕΘΝΟΣΠΟΡ», που ήταν απολαυστική και διδακτική...
Αναλυτικά η συνέντευξή του στο ΕΘΝΟΣΠΟΡ:
Γεννήθηκε στις 9 Ιουλίου του 1926 σ’ έναν στρατώνα, στις Τρεις Καμάρες του Ηρακλείου. «Έβρεχε κι
έμπαιναν νερά από την οροφή...», θυμάται ο γόνος προσφύγων, Νίκος Πολιτάκης. Η ζωή του μπάρμπα Νίκου, όπως τον αποκαλούν εδώ και χρόνια οι φίλοι του, γεμίζει... δύο βιβλία! Μάγκας, κιμπάρης και... ΟΛΥΜΠΙΑΚΟΣ, μα περισσότερο απ’ όλα μαχητής και δυνατός! Το 1982, μία μέρα πριν από τα γενέθλιά του, στις 8 Ιουλίου, είχε μιλήσει για πρώτη φορά στο «ΕΘΝΟΣ» σε μια έρευνα του Αρη Σκιαδόπουλου για την έξαρση των ναρκωτικών στις δυτικές συνοικίες της Αθήνας. Εξηγούσε τότε, πώς τυφλώθηκε το 1981. Του επιτέθηκαν «παποράκια», ενώ διανυκτέρευε στο περίπτερό του. Σήμερα, 28 χρόνια μετά, βρίσκεται πάλι εδώ, στις ίδιες σελίδες και λέει: Εδωσα 100 ευρώ στον ΟΛΥΜΠΙΑΚΟ».
Όντας ήδη μέλος του συλλόγου, δεν δίστασε να βάλει και πάλι το χέρι στην τσέπη: «Κάθε χρόνο κάνω πρώτος σεφτέ. Μακάρι όλοι οι σύλλογοι της Ελλάδας να εφαρμόσουν το ίδιο σύστημα για να προλάβουμε, πριν μας ναρκώσουν και την υπόλοιπη νεολαία. Από το υστέρημά μου δίνω. Είμαι συνταξιούχος, αλλά τι είναι 1,25 ευρώ την εβδομάδα! Μην δικαιολογούνται κάποιοι... Και ‘γω δεν μπορώ, αλλά τα βάζω στον κουμπαρά και μαζεύονται. Πόσες φορές έχω πάει ακόμα και κέρματα... Ηταν σπουδαία αυτή η ιδέα του Σωκράτη Κόκκαλη. Είναι ευεργέτης. Εφτιαξε το γήπεδο και τις εγκαταστάσεις. Έφυγε αλλά έφερε μεγάλο αντικαταστάτη, τον Μαρινάκη. Δεν μας πούλησε όπου κι όπου...».
Ως περιπτεράς, φερόταν ανάλογα. Άλλωστε, για ΟΛΥΜΠΙΑΚΟΥΣ μιλάμε, μάγκες, ανοιχτοχέρηδες: «Στήριζα τα μπατιράκια. Τους έλεγα όμως: Να μη φάμε το κεφάλαιο. Τα κέρδη να τα μοιραστούμε. Κι όταν κάποιος μου χρωστούσε, του εξηγούσα ότι δεν κρατώ τεφτέρι».
Για τη μεγάλη του αγάπη, είπε συγκινημένος: «Δεν έγινα τότε ΟΛΥΜΠΙΑΚΟΣ! Γεννήθηκα ΟΛΥΜΠΙΑΚΟΣ! Ήμουν από το σπέρμα του πατέρα μου και ‘γω και τα αδέρφια μου κι ο γιος μου, που είναι πρόεδρος της ΠΕΦΟ στην Ολλανδία». Μετέπειτα, συνέχισε: «Τότε, στο Φάληρο, έβγαζαν οι τράτες μαριδάκια και ‘γω πουλούσα ξυπόλητος λεμονάκια. Και λούστρος έγινα... Γύρναγα έξω από το γήπεδο, προπολεμικά, όταν ακόμα ήταν ποδηλατοδρόμιο με χώμα και καρβουνόσκονη και πουλούσα κουλούρια και παστέλια για να επιζήσω. Έσκιζα τα τσουβάλια που έβαζαν στο Καραϊσκάκη κι έμπαινα κρυφά να δω τον ΟΛΥΜΠΙΑΚΟ. Τον Βάζο που είχε χασάπικο, τους Ανδριανοπουλαίους... Ήταν δύστυχες εποχές. Όλες οι εποχές ήταν δύστυχες (!), αλλά ήμασταν μια αγκαλιά. Πράσινοι, κόκκινοι, κίτρινοι, μαύροι, αγκαλιασμένοι. Καλαμπουρίζαμε! Τώρα δεν μπορώ να... χωνέψω ότι κάποιος άτιμος έβαλε τη νεολαία να σκοτώνεται στα γήπεδα. Υπάρχει κάτι πιο ωραίο από την αγάπη;»
Δεν θα μπορούσε πάντως να μην... στολίσει και τον αιώνιο αντίπαλο για τις παλαιές «ομορφιές» του: «Τι να πρωτοθυμηθώ; Την ανθοδέσμη; Τον... Μπουμπλή, που είπαν κιόλας ότι ψήφιζε στο Αιγάλεω;», ενώ για το πως χαρακτηρίζει τον ΟΛΥΜΠΙΑΚΟ, σκέτη ανατριχίλα: «Είναι φως για μένα! Δεν ξέρω αν τα λέω καλά. Δεν έχω μόρφωση... θρανίου αλλά πεζοδρομίου».
Ο οικοδόμος μπάρμπα Νίκος κατέβηκε από τα μαδέρια και μπήκε στο περίπτερο το 1980: «Εκείνη την εποχή γινόταν το έλα να δεις... Στην πλατεία έπαιζαν στα ζάρια τις «πλάκες», το χασίς. Επειδή προστάτευα τα παιδιά και τους έλεγα να μην τα παίρνουν, ήμουν εμπόδιο των εμπόρων. Με προειδοποίησε ένας νεαρός: «Κάνεις καλή δουλειά με τα παιδιά. Θα σου κάψουν το περίπτερο». Από τότε καθόμουν φρουρός τη νύχτα. Μου επιτέθηκαν έξι «παποράκια»... Έτσι έγινε κι έχω καημό που δεν μπορώ να δω το εγγόνι μου».
Το άρθρο τελειώνει με το εξής καταπληκτικό: Έξω από το περίπτερο του είχαν γράψει με σπρέι: «Κομμουνιστή, ετοιμάσου να πεθάνεις». «Τότε είχαν τη «σάλτσα» του κομμουνιστή. Τώρα, αν δεν ταχθείς σε μια παράταξη, σε λένε ανεπιθύμητο. Αυτός είμαι! Ο ανεπιθύμητος!». Απλά συγκλονιστικός...