
Ο γνωστός ποινικολόγος Πέτρος Καϊμακάμης, ο οποίος εκπροσωπεί ορισμένους από τους 83 κατηγορουμένους στην υπόθεση, σε δηλώσεις του στην εφημερίδα «Εθνος», κάνει λόγο για δικονομικά λάθη, που προσβάλλουν τη νομιμότητα της διαδικασίας με την καταγραφή των συνομιλιών των εμπλεκομένων στην υπόθεση των στημένων ποδοσφαιρικών αγώνων.
Αναφερόμενος στον νόμο για την εγκληματική οργάνωση, στο πλαίσιο της οποίας έγινε η καταγραφή των συνομιλιών των κατηγορουμένων, αναφέρει:
«Οι συνομιλίες, που αποτελούν ''τυχαία ευρήματα'', δεν συνδέονται επ' ουδενί με τα διερευνούμενα εγκλήματα, όπως απαιτεί ο νομοθέτης και έτσι δημιουργείται πρόβλημα ενσωμάτωσής τους στη δικογραφία?», ενώ «προσβάλλονται», όπως υποστηρίζει «η οικογενειακή και ιδιωτική ζωή των κατηγορουμένων και των συνομιλητών τους».
Σημαντικό, επίσης, θεωρεί ο κ. Καϊμακάμης το ότι:
«Στη δικογραφία περιλαμβάνονται συνομιλίες που πληρούν την αντικειμενική υπόσταση πλημμελημάτων», ενώ ο νόμος που επιτρέπει την άρση του τηλεφωνικού απορρήτου «ρητά κάνει λόγο για κακουργήματα».
Σε άλλο σημείο, ο συνήγορος υποστηρίζει ότι:
«Διατηρούνται έντονες αμφιβολίες για την ιδιότητα των υπαλλήλων που προχώρησαν στην απομαγνητοφώνηση των επίμαχων συνομιλιών»
Και συνεχίζει:
«Ένεκα του όγκου της δικογραφίας και του αριθμού των εμπλεκομένων, θα πρέπει να εξετασθεί αν ετέθη το σύνολο της δικογραφίας υπόψη των εισαγγελικών λειτουργών, ώστε να καταστεί ευχερής ο έλεγχος των εκθέσεων που συνέταξαν οι υπάλληλοι, οι οποίοι είχαν επιφορτιστεί με το έργο της απομαγνητοφώνησης».
Επίσης, όπως επισημαίνει σε άλλο σημείο:
«Δεν επιδέχεται αντιρρήσεων το γεγονός ότι η καταγραφή και απομαγνητοφώνηση των συνομιλιών των εμπλεκομένων θα έπρεπε να σηματοδοτήσει την αρχή μιας έρευνας για συλλογή αποδεικτικών στοιχείων, με κλήση μαρτύρων, συλλογή εγγράφων και λοιπά», ωστόσο δεν θα έπρεπε, όπως λέει, να χρησιμοποιηθεί ως «μοναδικό και αποκλειστικό μέσο για τη σύλληψη των κατηγορουμένων και την προσαγωγή τους ενώπιον του ανακριτή, με αποτέλεσμα δικαίως να υφίστανται σοβαρά παράπονα για την άσκηση ποινικής δίωξης για βαρύτατα αδικήματα, τα οποία ήδη η τακτική ανάκριση, σχετικά γρήγορα, αντιμετωπίζει με επιφύλαξη, ένα δε εξ αυτών ήδη έχει αφαιρεθεί από το κατηγορητήριο».
Και τονίζει ο συνήγορος:
«Επί τη βάσει των ανωτέρω προβληματισμών, εκφράζω την άποψη ότι θα πρέπει ο έγκριτος κ. ανακριτής να άρει τις συνέπειες από την παραβίαση των συντάξεων του Συντάγματος και των σχετικών νόμων.
Τέλος, εκτιμώ ότι το δύσκολο και συνάμα σοβαρότατο έργο της απομαγνητοφώνησης θα έπρεπε να είχε γίνει από εμπειρότατους υπαλλήλους και η ποινική αξιολόγηση των διαλόγων από εμπειρότατο εισαγγελικό λειτουργό, ο οποίος εν συγκρίσει με τον απλό προανακριτικό υπάλληλο διαθέτει τις απαιτούμενες γνώσεις και παρέχει τις εγγυήσεις για την τήρηση των τασσομένων προϋποθέσεων εφαρμογής του νόμου».