Ο προπονητής που... κλείδωσε διοικούντες έξω από τα αποδυτήρια, που αλλάζει αρχηγούς σε κάθε ομάδα του, που η πρώτη προπονητική εμπειρία του ήταν στο χάντμπολ, που δείχνει στους παίκτες του την ταινία "300" και που το...ν ορέγεται η μισή Πορτογαλία ονομάζεται Λεονάρντο Ζαρντίμ και είναι μια ανάσα από τον Ολυμπιακό αφού απομένουν οι υπογραφές και οι επίσημες ανακονώσεις. Σε δημοσίευμά του το "Contra.gr" παρουσιάζει τον Πορτογάλο τεχνικό.
Σας μεταφέρουμε αυτούσιο το δημοσίευμα:
Το υπόβαθρο
Γεννήθηκε την 1η Αυγούστου του 1974 στη Βαρκελόνη της Βενεζουέλας, ως Ζοζέ Λεονάρντο Νούνες Άλβες Σόουζα Ζαρντίμ, αλλά σε ηλικία 3 ετών, οι Πορτογάλοι γονείς του επέστρεψαν στην πατρίδα τους, εγκαταστάθηκαν στα Νησιά Μαδέιρα κι ο μικρός Ζαρντίμ δεν πρόλαβε να αποκτήσει αναμνήσεις από τη γενέτειρά του. Προ 5 ετών, μάλιστα, ζήτησε από τον πατέρα του, Αντόνιο, να πραγματοποιήσουν ένα υπερατλαντικό ταξίδι, ώστε να δει από κοντά το μαγαζί των γονιών του. Ο πατέρας Ζαρντίμ εξιστορεί την πιο σημαντική λεπτομέρεια που αφορά στον υιό Ζαρντίμ: Όταν ήταν 15 ετών, παρακολουθούσε στην τηλεόραση ένα παιχνίδι της Σπόρτινγκ Λισαβόνας, της ομάδας που έκανε τις καρδιές στην οικογένεια Ζαρντίμ να χτυπούν λίγο πιο γρήγορα. "'Μια μέρα θα προπονήσω αυτήν την ομάδα', μας είπε μεταξύ σοβαρού κι αστείου, αλλά πάντα ήθελε να γίνει προπονητής". Την ώρα που όλοι οι συνομήλικοί του ήθελαν να κλωτσούν ένα τόπι, εκείνος προτιμούσε να τους δίνει οδηγίες.
Η σχέση του με τον αθλητισμό άρχισε στα 8 χρόνια. Συνδύαζε χάντμπολ και ποδόσφαιρο στην τοπική Σαντακρουζένσε γι' αρκετό καιρό, μαζί με τον παιδικό φίλο του, Ντουάρτε Φρέιτας. Όταν μπήκε στην εφηβεία, επέλεξε το "βασιλιά των σπορ" κι άφησε ελεύθερο το πεδίο στον Φρέιτας, ο οποίος πλέον είναι προπονητής στην ομάδα χάντμπολ της Μαδέιρα.
Οι σπουδές
Όταν τελείωσε το γυμνάσιο, γράφτηκε στη Γυμναστική Ακαδημία του πανεπιστημίου της Μαδέιρα. Ο δάσκαλός του, Έλντερ Λόπες, θυμάται για την εργασία του νεαρού Ζαρντίμ, που είχε ως θέμα τα κόρνερ στο Euro 1996: "Διαπίστωσε ότι εκείνη την εποχή οι ομάδες εκμεταλλεύονταν ελάχιστα τα κόρνερ στο ποδόσφαιρο. Πήρε βαθμό 17 ή 18 (σ.σ. στα 20). Δεν του άρεσε να κάθεται στο θρανίο, αλλά όταν υπήρχε μάθημα για ποδόσφαιρο, ήταν ο καλύτερος".
Πήρε το πτυχίο του και παρακολούθησε αμέσως μαθήματα προπονητικής. Σε ηλικία 24 ετών έγινε ο νεαρότερος κάτοχος διπλώματος 4ου επιπέδου. Ο Φρέιτας, ο οποίος τον ακολούθησε στη Γυμναστική Ακαδημία, θυμάται πως "ποτέ δεν είχε άγχος πριν τα τεστ ή πριν μία δουλειά. Είχε μεγάλη αυτοπεποίθηση".
Τα πρώτα βήματα
Η προπονητική εντάχθηκε στην καθημερινότητα του Ζαρντίμ στο τελευταίο έτος σπουδών και μάλιστα όχι στο άθλημα όπου την ασκεί τώρα. Ανέλαβε την Σαντακρουζένσε στο χάντμπολ μέχρι το τέλος της σεζόν. Ακολούθως, βοηθούσε τον Φρέιτας που ανέλαβε πλήρη καθήκοντα τη νέα σεζόν, ενώ παράλληλα ολοκλήρωσε τις σπουδαίες του. Το πάθος του παρέμεινε το ποδόσφαιρο και παρότι ματαιώθηκε το προγραμματισμένο ταξίδι των 2 φίλων στην Ιταλία, όπου θα γνώριζαν από κοντά τα μυστικά του κάλτσιο, η πρόκληση ήρθε από μία γειτονική πόλη.
Η οικογένεια Ζαρντίμ είχε εξοχικό στο νησί Πόρτο Σάντο που ανήκει στο σύμπλεγμα των Μαδέιρα κι εκεί ανέλαβε πρώτη φορά χρέη βοηθού προπονητή στο ποδόσφαιρο. Με τον προϊστάμενό του, Ζοζέ Μονίζ, δέθηκαν αμέσως κι η επαγγελματική συμβίωσή τους διήρκεσε πάνω από 4 χρόνια: ένα στην Πορτοσαντένσε, 1,5 στην Καμάρα ντε Λόμπος και 2 στην Καμάτσα, που ήταν και τα πιο δύσκολα για τον ίδιο.
"Δεν ήξερε την ομάδα και δεν ήθελε να έρθει εκεί. Αλλά ήταν πολύ καλός βοηθός, πιστός, σκληρά εργαζόμενος και πάντα ενημερωμένος. Έβαλα τα δυνατά μου και τον έπεισα να αποδεχθεί τη θέση", εξήγησε ο Μονίζ. Μετά το πέρας των 2 ετών, όλα είχαν αλλάξει για τον Ζαρντίμ. Αποφάσισε να μην ακολουθήσει το "μέντορά" του στην επόμενη προπονητική στέγη και παρέμεινε στην Καμάτσα για ακόμα ένα χρόνο, ως βοηθός του Ζοάο Σάντος. Ένα χρόνο αργότερα, το 2003 σε ηλικία 29 ετών, ο Ζαρντίμ προβιβαζόταν κι αναλάμβανε πρώτος τεχνικός στην ομάδα της 5ης τη τάξει κατηγορίας του πορτογαλικού πρωταθλήματος.
Το σχολείο ποδοσφαίρου κι ο "απογαλακτισμός"
Στην Καμάτσα παρέμεινε ως 1ος τεχνικός για 5 χρόνια. Παράλληλα με αυτήν την επαγγελματική απασχόληση, ο Ζαρντίμ εμπνεύστηκε κι έθεσε σε εφαρμογή ένα πρόγραμμα προπονητικής για παιδιά, το οποίο ουσιαστικά επρόκειτο για ένα ποδοσφαιρικό σχολείο. "Είναι ένα πρωτότυπο εγχείρημα. Εκτός από ποδόσφαιρο, στα παιδιά παρέχεται και βασική εκπαίδευση. Διαθέτουμε δασκάλους πλήρους απασχόλησης σε μαθήματα όπως γλώσσα, μαθηματικά κι αγγλικά και φέρνουμε δασκάλους άλλων ειδικοτήτων, όταν είναι απαραίτητο", τονίζει ο Ζοζέ Μπάρος, βοηθός του Ζαρντίμ στην Καμάτσα κι επικεφαλής του "Projecto DES", που χρηματοδοτείται ακόμα και σήμερα από την κυβέρνηση των αυτόνομων νησιών Μαδέιρα.
"Αισθάνεται πως το πρόβλημα είναι κοινωνικό κατά βάση: οι γονείς δεν έχουν χρόνο, δεν βοηθούν τα παιδιά, τα οποία δεν διαβάζουν όσο θα έπρεπε και ως τιμωρία, τα απομακρύνουν από το ποδόσφαιρο. Για να αποφύγουμε αυτήν την κατάσταση, προπονούμε τα παιδιά σε ποδόσφαιρο, σχολείο και κοινωνία".
Το πλήρωμα του χρόνου, όμως, έφτασε για τον Ζαρντίμ, γύρω στο 2008. Παρότι... διπλοθεσίτης και αποκαταστημένος οικονομικά, επέλεξε το δρόμο της φυγής από τον τόπο του, ώστε να διευρύνει τους προπονητικούς ορίζοντές του. Η Καμάτσα δεν τον άφηνε να φύγει, όπως κι η οικογένειά του, αλλά ξεπέρασε όλες τις πιέσεις κι έκανε το βήμα. "Αισθάνθηκα πως έπρεπε να εξελιχθώ και να φύγω από τη Μαδέιρα. Είχα δεχθεί παλαιότερα προτάσεις, τις είχα απορρίψει, αλλά πλέον είχε έρθει η ώρα να φύγω".
Ο Μαρσέλο Ντελγκάδο της Τσάβες, η οποία αγωνιζόταν στην ίδια κατηγορία με την Καμάτσα, έψαχνε για ένα νεαρό προπονητή με υψηλό μορφωτικό επίπεδο. Το βιογραφικό του Ζαρντίμ ήταν αυτό που ξεχώριζε από όσα είχε στο γραφείο του κι αποφάσισε να τον προσλάβει. "Ήταν ένας ξένος, που είχε προπονήσει μόνο την Καμάτσα κι όλοι τον κοιτούσαμε με μισό μάτι", παραδέχθηκε ο γηραιότερος εκ του ρόστερ, Κάρλος Πίντο, ο οποίος διηγήθηκε κι ένα ανέκδοτο περιστατικό.
"Στις πρώτες ημέρες προπονήσεων μας έδειξε την ταινία '300'. Μετά την ταινία, προχώρησε σε μια ομιλία για τη σημασία της στήριξης και του σεβασμού προς τον ηγέτη. Εάν βοηθούσαμε ο ένας τον άλλον, θα κερδίζαμε". Επιβεβαιώθηκε μέσα σε 1,5 χρόνο, αφού ο Ζαρντίμ ανέλαβε την Τσάβες στα μέσα της σεζόν 2007-2008 και την επόμενη χρονιά, την οδήγησε στην άνοδο στη 2η κατηγορία.
Δεν την παρέμεινε για την επιστροφή της Τσάβες στην κατηγορία, αφού προχώρησε σε ακόμα μία παράλληλη μετακίνηση, αναλαμβάνοντας την Μπέιρα Μαρ. Εκεί βρήκε τον πρώην μέσο του Ιωνικού, Κάρλος Φανγκέιρο, που σημειώνει για τον τότε προπονητή του: "Γνωρίζει πως να δουλέψει σε ομάδες που δεν είναι δυνατές". Ακόμα μία επιβεβαίωση και μάλιστα σε μόλις ένα χρόνο, αφού οδήγησε την Μπέιρα Μαρ ξανά στη 1η κατηγορία, παρότι η ομάδα αντιμετώπιζε τεράστια οικονομικά προβλήματα. Από το καλοκαίρι του 2010 ήταν κι επίσημα προπονητής επιπέδου Liga Sagres.
Ο "εκλεκτός" του Πίντο ντα Κόστα κι η Μπράγκα
Η πορεία του στο 1ο μισό της σεζόν 2010-2011 ήταν ικανοποιητική για τα δεδομένα του συλλόγου, αφού αναγκάστηκε να σχηματίσει μία ανταγωνιστική ομάδα με στόχο την παραμονή, διαθέτοντας πενιχρά μέσα. Παρ' όλα αυτά, δημιούργησε ένα "δεμένο" σύνολο που αποτελείτο από γυρολόγους, νεαρούς και δανεικούς ποδοσφαιριστές, το οποίο κατάφερνε να αποσπά βαθμούς.
Μία σειρά άσχημων αποτελεσμάτων μεταξύ Ιανουαρίου και Φεβρουαρίου του 2011 στάθηκε αφορμή για να εξωθήσει τον Ζαρντίμ σε παραίτηση. Αιτία ήταν άλλη. Ο 36χρονος προπονητής δέχθηκε πρόταση ανανέωσης από την Μπέιρα Μαρ, την οποία και απέρριψε. "Είμαι άνθρωπος που του αρέσει να δουλεύει σκληρά με μακροχρόνια σχέδια και το να παραμείνω στην ομάδα για ακόμα 2 μήνες δεν είχε νόημα. Ο σύλλογος μπορεί να προετοιμάσει το μέλλον του κι εγώ το ίδιο. Είναι η καλύτερη λύση για όλες τις πλευρές", δήλωσε και πρόσθεσε πως δεν έχει ακόμα έτοιμη την επόμενη λύση.
Η φημολογία στη χώρα, όμως, έδινε κι έπαιρνε. Ο πρόεδρος της Πόρτο, Πίντο ντα Κόστα, γνωστός για τις... αρπακτικές διαθέσεις και το "μάτι" που ανακαλύπτει ατόφιο χρυσάφι στα πρόσωπα ποδοσφαιριστών και προπονητών, άρχισε να καλοβλέπει την περίπτωσή του, ως διάδοχο του Αντρέ Βίλας Μπόας. Στο κυνήγι του Ζαρντίμ, όμως, αποδείχθηκε "σκουριασμένος", αφού τον πρόλαβε ο πρόεδρος της Μπράγκα, Αντόνιο Σαλβαδόρ.
Ο άνθρωπος που ανέλαβε τον άσημο σύλλογο από τη βόρεια Πορτογαλία το Φεβρουάριο του 2003 κι από τα όρια της πτώχευσης τον έφερε μέσα σε 8 χρόνια στους ομίλους του Champions League, με μπάτζετ 17.000.000 ευρώ, πείστηκε από τους 2 σερί προβιβασμούς για τις ικανότητες του Ζαρντίμ. Για να πείσει και τον φέρελπι τεχνικό, του έδωσε κάτι που δεν προσέφερε ούτε στον Ζόρζε Ζέσους, ούτε στον Ντομίνγκος Πασιένσια, ούτε στον Ζεσουάλδο Φερέιρα, τον καιρό που βολιδοσκοπούσε τον νυν τεχνικό του Παναθηναϊκού: τριετές συμβόλαιο. Ο Ζαρντίμ θεώρησε πως θα έβρισκε επιτέλους "λιμάνι" για να φιλοξενήσει τα μακρόπνοα σχέδιά του και γι' αυτό έκανε κι εκείνος μία πρωτοφανή κίνηση, φέρνοντας μαζί του για πρώτη φορά στην ηπειρωτική χώρα από τα νησιά Μαδέιρα την οικογένειά του, τη σύζυγό (ψυχολόγος στο επάγγελμα) και τον (τότε) 4χρονο γιο του, που γράφτηκε σε ιδιωτικό σχολείο της Μπράγκα.
Το βάρος που έπεφτε στους ώμους του ήταν τεράστιο. Στην πρώτη πρόκληση της καριέρας του σε τόσο υψηλό επίπεδο, αναλάμβανε την ομάδα μετά την πιο πετυχημένη 3ετία της ιστορίας της. Το 2008-2009, επί Ζέσους, κατέκτησε το Κύπελλο Intertoto (ως η ομάδα που προχώρησε περισσότερο στο Κύπελλο UEFA), το 2009-2010, επί Ντομίνγκος, τερμάτισε στην 2η θέση του πρωταθλήματος, την καλύτερη στην ιστορία της, πίσω μόνο από την Μπενφίκα (διεκδικώντας τον τίτλο μέχρι το τέλος) και ένα χρόνο αργότερα έφτασε μέχρι τον τελικό του Europa League, όπου υποτάχθηκε από την Πόρτο του Βίλας Μπόας και του Ρανταμέλ Φαλκάο.
Ο Ζαρντίμ δεν πτοήθηκε από τις αναβαθμισμένες απαιτήσεις των φίλων της Μπράγκα και μετά από μία αρχή γεμάτη σκαμπανεβάσματα, έβαλε τη δική του "σφραγίδα" στο βιβλίο της ιστορίας του συλλόγου. Στα μέσα της σεζόν, η Μπράγκα κατέγραψε ένα σερί 13 νικών, το μεγαλύτερο που έχει πετύχει ποτέ, ισοφαρίζοντας τα σερί της Πόρτο του Ζοζέ Μουρίνιο από το 2003, της Μπενφίκα του 1953 και του 1961, της Σπόρτινγκ του 1954 και της Πόρτο του 1978. Μόνο 5 ομάδες στην ιστορία του πορτογαλικού ποδοσφαίρου έχουν πετύχει μεγαλύτερα σερί, αλλά εκείνο αρκούσε για να φέρει τα πάνω κάτω στην κατηγορία το Μάρτιο.
Έξι αγωνιστικές πριν το πέσιμο της "αυλαίας" κι η 13η σερί νίκη της Μπράγκα, επί της μετέπειτα κυπελλούχου Ακαδέμικα, την έθεσε για πρώτη φορά επικεφαλής στον πίνακα της βαθμολογίας. Παρότι ηττήθηκε στα 2 ντέρμπι με Μπενφίκα και Πόρτο που ακολουθούσαν, άντεξε με σχετική άνεση στην πίεση της Σπόρτινγκ και τερμάτισε πάνω από τα "λιοντάρια" της πρωτεύουσας, που το καλοκαίρι του 2011 είχαν δαπανήσει 35.000.000 ευρώ για μεταγραφική ενίσχυση, τη στιγμή που ο Ζαρντίμ ξόδεψε μόλις 2.000.000 ευρώ για να οδηγήσει την ομάδα του στα πλέι οφ του Champions League.
Η χρονιά που ολοκληρώθηκε με ρεκόρ νικών (19) και ρεκόρ τερμάτων υπέρ (59) θα θεωρούταν πετυχημένη, εάν... ολοκληρωνόταν. Ο Ζαρντίμ ανακοινώθηκε από την Μπράγκα στις 8 Ιουνίου του 2011, αλλά έλυσε το συμβόλαιό του πριν συμπληρωθούν 12 μήνες, στις 30 Μαΐου του 2012. Οι αξεπέραστες διαφωνίες με τον πρόεδρο Σαλβαδόρ τον οδήγησαν στην πόρτα της εξόδου, ανοίγοντας παράλληλα πόρτες σε κάθε ομάδα που έψαχνε για προπονητή, μεταξύ άλλων και στην Πόρτο.
Όταν ο Ολυμπιακός φερόταν να εξετάζει τον νυν τεχνικό των "δράκων", Βίτορ Περέιρα, ο επικρατέστερος διάδοχός του στον πάγκο των πρωταθλητών Πορτογαλίας ήταν ο τέως τεχνικός της Μπράγκα. Εν τέλει, οι δρόμοι των 2 νεαρών προπονητών φαίνεται πως θα είναι αντίθετοι...
Ο προπονητής Ζαρντίμ
Ο Πορτογάλος αντιμετωπίζει το ποδόσφαιρο σαν ένα περίπλοκο αντικείμενο κι επιδίωξή του είναι να υπερισχύει σε κάθε τομέα: τακτική, τεχνική, φυσική κατάσταση και ψυχολογία. Ως σύστημα, προσαρμόζεται αναλόγως τις δυνατότητες του υλικού που διαχειρίζεται και του αντιπάλου. Στα περισσότερα παιχνίδια με την Μπέιρα Μαρ χρησιμοποίησε το 4-1-3-2, επιλέγοντας να δώσει έμφαση ακόμα και στην επιθετική λειτουργία της ομάδας, παρότι στόχος ήταν η παραμονή στην κατηγορία. Στην Μπράγκα διάλεξε το 4-2-3-1 από την αρχή, κάνοντας κάποιες διαφοροποιήσεις κυρίως σε παιχνίδια κυπέλλου.
Στη διάρκεια της σεζόν αντιμετώπισε πολλά και σοβαρά προβλήματα τραυματισμών, με αποτέλεσμα να αλλάξει τη βασική σύνθεση στα μέσα της χρονιάς κατά τα οκτώ ενδέκατα (μόνο οι Κιμ, Ούγκο Βιάνα και Έλντερ Μπαρμπόσα κατάφεραν να βγάλουν τη χρονιά ως βασικοί). Δεν φοβήθηκε τις αλχημείες στην ενδεκάδα, οι οποίες απέδωσαν "καρπούς". Ο Λεάντρο Σαλίνο από box-to-box μέσος μετατράπηκε σε δεξί μπακ για να αναπληρώσει το κενό του τραυματία Μπαϊάνο, ενώ ο Λίμα, από αριστερό εξτρέμ και 3 γκολ στα πρώτα 15 ματς της σεζόν σε όλες τις διοργανώσεις, μετατοπίστηκε στην κορυφή της επίθεσης και στην 24η αγωνιστική της Liga είχε φτάσει τα 21 γκολ κι απέφυγε την προσωπική γελοιοποίηση (πριν την έναρξη της χρονιάς είχε υποσχεθεί πως θα σημειώσει 30 γκολ, αλλά μέχρι την 9η αγωνιστική και την αλλαγή θέσης είχε μόλις 1).
Η φιλοσοφία του περιστρέφεται γύρω από την ύπαρξη ενός πυρήνα που αποτελείται από ντόπιο υλικό, ώστε να δίνει ωθεί την ομάδα στις δύσκολες στιγμές. Η επιστροφή του Κουστόδιο από τραυματισμό όταν έφευγε για το Κύπελλο Εθνών Αφρικής ο Τζαμάλ κι οι βοήθειες του Ούκρα όταν τραυματίστηκε ο Άλαν ενίσχυσαν το πορτογαλικό στοιχείο της ομάδας και την οδήγησαν στο εκπληκτικό σερί των 13 νικών.
Εξάλλου, ο ομοσπονδιακός τεχνικός της Πορτογαλίας, Πάουλο Μπέντο, αναγνώρισε αυτήν τη συλλογική προσπάθεια των συμπατριωτών του και κάλεσε 5 παίκτες της Μπράγκα στην προεπιλογή ενός φιλικού της Πορτογαλίας με την Πολωνία, αν και δεν χρησιμοποίησε κανένας εξ αυτών, διότι ακολουθούσε το τοπικό ντέρμπι μεταξύ της Μπράγκα και της Γκιμαράες. Οι Πορτογάλοι, μάλιστα, δίνουν μεγάλη βάση στην εθνική ταυτότητα της Μπράγκα, αφού οι βασικές ενδεκάδες των 3 "μεγάλων" της χώρας πολλές φορές δεν περιλαμβάνουν ούτε έναν συμπατριώτη τους.
Ο άνθρωπος Ζαρντίμ
Οι μαρτυρίες των ανθρώπων που έχουν ζήσει από κοντά τον Ζαρντίμ είναι πολλές και κάθε μία παρουσιάζει κι ένα ενδιαφέρον στοιχείο για την προσωπικότητα του 37χρονου προπονητή. Όπως για παράδειγμα του Ντελγάδο, του προέδρου της Τσάβες: "Αυτό που με εξέπληξε περισσότερο ήταν η πρώτη συζήτηση που είχαμε, όπου κατάφερε να απλοποιήσει τα πάντα. Ένας προπονητής λατρεύει να τα κάνει όλα δύσκολα, να γκρινιάζει επειδή δεν έχει καλό προπονητήριο, επειδή οι συνθήκες είναι άσχημες και έτσι δεν μπορεί να δουλέψει. Αυτός ήταν το αντίθετο, διόλου περίπλοκος. Δούλευε με ό,τι μέσα διέθετε κι όταν παρουσιαζόταν κάποιο πρόβλημα, κι υπήρχαν πολλά, το επέλυε με τη μικρότερη δυνατή ζημιά".
Ο "μέντοράς" του Ζοζέ Μονίζ υποστηρίζει πως τον χαρακτηρίζουν 3 αξίες, "της ακεραιότητας, της ακρίβειας και της οργάνωσης". Έχει καλές σχέσεις με τα media, αλλά δεν αναλώνεται σε συνεντεύξεις Τύπου, αφού θεωρεί ότι υπάρχουν αρκετοί κριτές για ένα παιχνίδι. Του αρέσουν οι αλλαγές και πειραματίζεται συχνά με τις ενδεκάδες των ομάδων του "όταν υπάρχουν νέοι παίκτες που έρχονται από χαμηλότερο επίπεδο κι έχουν μεγάλη όρεξη". Σιχαίνεται τους κακούς επαγγελματίες, επιβραβεύει τους καλούς κι όταν όλοι κάνουν ό,τι προστάζει στις προπονήσεις, τότε τους βοηθά. Όπως σημειώνει ο Κάρλος Φανγκέιρο που τον έζησε μία σεζόν στην Μπέιρα Μαρ, "δεν τον έχω δει να φωνάζει σε παίκτη. Δεν χρειάζεται να ουρλιάζει, είναι ηγέτης κι επιβάλλεται με φυσικό τρόπο". Ο Κάρλος Πίντο που τον είχε στην Τσάβες υπερθεματίζει: "Είναι ευθύς, σοβαρός και μεθοδικός. Μας έλεγε ότι τα αποτελέσματα δεν είναι σημαντικά. Σημαντικός είναι ο τρόπος. Εάν κάναμε τα πράγματα όπως έπρεπε, τότε θα έρχονταν τα αποτελέσματα. Κανείς δεν δουλεύει σκληρότερα από εκείνον, οπότε έχει κάθε δικαίωμα να απαιτεί το ίδιο από τους ποδοσφαιριστές. Γνωρίζει τα πάντα για τους αντιπάλους της επόμενης εβδομάδας και μοιράζει τις πληροφορίες σε Powerpoint πριν το ματς, κάτι απίστευτο για το επίπεδο της 2ης κατηγορίας".
Αν και συχνά απολαμβάνει τη συντροφιά ενός κρασιού ή μιας ταινίας, αποφεύγει τα μεγάλα γλέντια και τα ξενύχτια, αφού είναι άτομο χαμηλών τόνων, που το απασχολεί μοναχά η οικογένειά του και το ποδόσφαιρο. Προτιμά μία απλή, σπιτική μπριζόλα από ένα δείπνο σε πολυτελές εστιατόριο, αλλά δεν αποδέχεται τη μετριότητα. Ο παιδικός φίλος του, Ντουάρτε Φρέιτας, αστειεύεται λέγοντας πως "εάν έχεις οικονομίες, δώστες σε εκείνον διότι θα είναι ασφαλείς, μιας και δεν κάνει περιττά έξοδα". Γι' αυτό μέχρι και σήμερα διαθέτει 2 απλά αυτοκίνητα, ένα Fiat Punto κι ένα Seat Leon, και το 2ο μόνο και μόνο επειδή του το έδωσε η Μπράγκα.
Τέσσερις ιστορίες που πρέπει να ξέρετε
Έχοντας συγκεντρώσει την ενέργειά του στο ποδόσφαιρο, θέτει κι υψηλούς στόχους. Η φιλοδοξία του ήταν τέτοια από την αρχή της καριέρας του. Γι' αυτό κι άφησε 2 δουλειές που του απέφεραν ικανοποιητικά χρήματα στο "χωριό", αναζητώντας την πρωτιά της "πόλης". Γι' αυτό κι όταν μίλησε για πρώτη φορά στους παίκτες της Τσάβες, άφησε τους πάντες εμβρόντητους με τη φράση "έχω υψηλότερους στόχους από εδώ", εξηγώντας στη συνέχεια: "Η Τσάβες είναι ένα σκαλοπάτι για μένα. Εάν σε 5 χρόνια, όταν θα είμαι 40 ετών, δεν καταφέρω να φτάσω στην 1η κατηγορία, τότε θα παρατήσω το ποδόσφαιρο και θα επιστρέψω στη ζωή μου στη Μαδέιρα, όπου θα διδάσκω και θα ζω ήσυχα". "Αντιληφθήκαμε ότι δεν είχε έρθει για να κοροϊδέψει κανέναν", σημείωνε ο Ντελγάδο.
Δεν διστάζει να μεταβάλλει τις ισορροπίες σε μία ομάδα, εάν αυτό γίνεται προς όφελός του. Όταν ανέλαβε την Τσάβες, καθαίρεσε τον αρχηγό Καμπουέ Κασονγκό φαινομενικά χωρίς λόγο, για να δώσει το περιβραχιόνιο στον Πίντο, που αργότερα υπογράμμισε: "Με εξέπληξε, αλλά μετά κατάλαβα: για εκείνον, ο αρχηγός είναι ο βοηθός του, είναι μία επέκταση του εαυτού του στο γήπεδο και στα αποδυτήρια". Στην Μπέιρα Μαρ αντικατέστησε τους Φάρι και Φανγκέιρο με τους Ούγκο και Άρτουρ για τον ίδιο λόγο, ενώ με το που ανέλαβε την Μπράγκα έκανε το ίδιο, παίρνοντας το περιβραχιόνιο από τον επί 10 χρόνια μέσο της, Βαντίνιο (που λίγο αργότερα αποχώρησε για την αλ Σαρτζά), και το έδωσε στον Άλαν.
Το πιο χαρακτηριστικό περιστατικό, που αποτυπώνει με κωμικό τρόπο τη σημασία της έννοιας "οικογένεια" για τον Ζαρντίμ, σημειώθηκε τον καιρό της Μπέιρα Μαρ. Όπως θυμάται ο Φανγκέιρο, "όταν ήρθε στην ομάδα, απαγόρευσε στους διοικούντες να εισέρχονται στα αποδυτήρια. Τα Σάββατα φέρναμε τα παιδιά μας στις προπονήσεις κι έπαιζαν κι αυτά στο γήπεδο. Αγόρασε κλειδαριές και κλείδωσε τις θύρες του γηπέδου. 'Εδώ δεν μπαίνει κανείς, εδώ είμαστε μόνο εμείς. Είμαστε μία οικογένεια', μας έλεγε".
Και φυσικά υπάρχει πάντα η κόντρα του με τον τελευταίο πρόεδρο που συνεργάστηκε, τον Αντόνιο Σαλβαδόρ της Μπράγκα, μία κόντρα που ολοκλήρωσε άδοξα μία σπουδαία σεζόν. Αιτία αποτέλεσε μία συνέντευξη του Ζαρντίμ στην "O Jogo" στα μέσα Μαΐου, όπου ο 37χρονος προπονητής χαρακτήρισε τη σχέση του με τον Σαλβαδόρ "καθαρά επαγγελματική" και πρόσθεσε πως οι δυο τους είχαν "ελάχιστη έως καμία επαφή εκτός πλαισίου ομάδας". Ο Σαλβαδόρ επέστρεψε εσπευσμένα από επαγγελματικό ταξίδι στη Μοζαμβίκη και κάλεσε το Ζαρντίμ να συζητήσουν για το ζήτημα που προέκυψε. Εξερχόμενος από τα γραφεία ο Πορτογάλος τεχνικός, απέφυγε να μιλήσει στους δημοσιογράφους, ρίχνοντας το "μπαλάκι" στον Σαλβαδόρ. Ο τελευταίος απάντησε με μία ανακοίνωση στην ιστοσελίδα του συλλόγου την επόμενη μέρα, κρίνοντας πως διερράγη η μεταξύ τους εμπιστοσύνη, εξαιτίας της συνέντευξης. Αξίζει να σημειωθεί, πάντως, πως προβλήματα υπήρχαν ήδη στην ομάδα, αφού ο Ζαρντίμ δεν αντιμετώπιζε με θετικό μάτι την ύπαρξη διευθυντή ποδοσφαίρου στο σύλλογο (Φερνάντο Κόουτο), ενώ αντέδρασε και στην απώλεια λόγου στην επιλογή προπονητή για τη δεύτερη ομάδα, η οποία πέρυσι διεκδικούσε το πρωτάθλημα Νέων της Πορτογαλίας μαζί με την Μπενφίκα.
Σας μεταφέρουμε αυτούσιο το δημοσίευμα:
Το υπόβαθρο
Γεννήθηκε την 1η Αυγούστου του 1974 στη Βαρκελόνη της Βενεζουέλας, ως Ζοζέ Λεονάρντο Νούνες Άλβες Σόουζα Ζαρντίμ, αλλά σε ηλικία 3 ετών, οι Πορτογάλοι γονείς του επέστρεψαν στην πατρίδα τους, εγκαταστάθηκαν στα Νησιά Μαδέιρα κι ο μικρός Ζαρντίμ δεν πρόλαβε να αποκτήσει αναμνήσεις από τη γενέτειρά του. Προ 5 ετών, μάλιστα, ζήτησε από τον πατέρα του, Αντόνιο, να πραγματοποιήσουν ένα υπερατλαντικό ταξίδι, ώστε να δει από κοντά το μαγαζί των γονιών του. Ο πατέρας Ζαρντίμ εξιστορεί την πιο σημαντική λεπτομέρεια που αφορά στον υιό Ζαρντίμ: Όταν ήταν 15 ετών, παρακολουθούσε στην τηλεόραση ένα παιχνίδι της Σπόρτινγκ Λισαβόνας, της ομάδας που έκανε τις καρδιές στην οικογένεια Ζαρντίμ να χτυπούν λίγο πιο γρήγορα. "'Μια μέρα θα προπονήσω αυτήν την ομάδα', μας είπε μεταξύ σοβαρού κι αστείου, αλλά πάντα ήθελε να γίνει προπονητής". Την ώρα που όλοι οι συνομήλικοί του ήθελαν να κλωτσούν ένα τόπι, εκείνος προτιμούσε να τους δίνει οδηγίες.
Η σχέση του με τον αθλητισμό άρχισε στα 8 χρόνια. Συνδύαζε χάντμπολ και ποδόσφαιρο στην τοπική Σαντακρουζένσε γι' αρκετό καιρό, μαζί με τον παιδικό φίλο του, Ντουάρτε Φρέιτας. Όταν μπήκε στην εφηβεία, επέλεξε το "βασιλιά των σπορ" κι άφησε ελεύθερο το πεδίο στον Φρέιτας, ο οποίος πλέον είναι προπονητής στην ομάδα χάντμπολ της Μαδέιρα.
Οι σπουδές
Όταν τελείωσε το γυμνάσιο, γράφτηκε στη Γυμναστική Ακαδημία του πανεπιστημίου της Μαδέιρα. Ο δάσκαλός του, Έλντερ Λόπες, θυμάται για την εργασία του νεαρού Ζαρντίμ, που είχε ως θέμα τα κόρνερ στο Euro 1996: "Διαπίστωσε ότι εκείνη την εποχή οι ομάδες εκμεταλλεύονταν ελάχιστα τα κόρνερ στο ποδόσφαιρο. Πήρε βαθμό 17 ή 18 (σ.σ. στα 20). Δεν του άρεσε να κάθεται στο θρανίο, αλλά όταν υπήρχε μάθημα για ποδόσφαιρο, ήταν ο καλύτερος".
Πήρε το πτυχίο του και παρακολούθησε αμέσως μαθήματα προπονητικής. Σε ηλικία 24 ετών έγινε ο νεαρότερος κάτοχος διπλώματος 4ου επιπέδου. Ο Φρέιτας, ο οποίος τον ακολούθησε στη Γυμναστική Ακαδημία, θυμάται πως "ποτέ δεν είχε άγχος πριν τα τεστ ή πριν μία δουλειά. Είχε μεγάλη αυτοπεποίθηση".
Τα πρώτα βήματα
Η προπονητική εντάχθηκε στην καθημερινότητα του Ζαρντίμ στο τελευταίο έτος σπουδών και μάλιστα όχι στο άθλημα όπου την ασκεί τώρα. Ανέλαβε την Σαντακρουζένσε στο χάντμπολ μέχρι το τέλος της σεζόν. Ακολούθως, βοηθούσε τον Φρέιτας που ανέλαβε πλήρη καθήκοντα τη νέα σεζόν, ενώ παράλληλα ολοκλήρωσε τις σπουδαίες του. Το πάθος του παρέμεινε το ποδόσφαιρο και παρότι ματαιώθηκε το προγραμματισμένο ταξίδι των 2 φίλων στην Ιταλία, όπου θα γνώριζαν από κοντά τα μυστικά του κάλτσιο, η πρόκληση ήρθε από μία γειτονική πόλη.
Η οικογένεια Ζαρντίμ είχε εξοχικό στο νησί Πόρτο Σάντο που ανήκει στο σύμπλεγμα των Μαδέιρα κι εκεί ανέλαβε πρώτη φορά χρέη βοηθού προπονητή στο ποδόσφαιρο. Με τον προϊστάμενό του, Ζοζέ Μονίζ, δέθηκαν αμέσως κι η επαγγελματική συμβίωσή τους διήρκεσε πάνω από 4 χρόνια: ένα στην Πορτοσαντένσε, 1,5 στην Καμάρα ντε Λόμπος και 2 στην Καμάτσα, που ήταν και τα πιο δύσκολα για τον ίδιο.
"Δεν ήξερε την ομάδα και δεν ήθελε να έρθει εκεί. Αλλά ήταν πολύ καλός βοηθός, πιστός, σκληρά εργαζόμενος και πάντα ενημερωμένος. Έβαλα τα δυνατά μου και τον έπεισα να αποδεχθεί τη θέση", εξήγησε ο Μονίζ. Μετά το πέρας των 2 ετών, όλα είχαν αλλάξει για τον Ζαρντίμ. Αποφάσισε να μην ακολουθήσει το "μέντορά" του στην επόμενη προπονητική στέγη και παρέμεινε στην Καμάτσα για ακόμα ένα χρόνο, ως βοηθός του Ζοάο Σάντος. Ένα χρόνο αργότερα, το 2003 σε ηλικία 29 ετών, ο Ζαρντίμ προβιβαζόταν κι αναλάμβανε πρώτος τεχνικός στην ομάδα της 5ης τη τάξει κατηγορίας του πορτογαλικού πρωταθλήματος.
Το σχολείο ποδοσφαίρου κι ο "απογαλακτισμός"
Στην Καμάτσα παρέμεινε ως 1ος τεχνικός για 5 χρόνια. Παράλληλα με αυτήν την επαγγελματική απασχόληση, ο Ζαρντίμ εμπνεύστηκε κι έθεσε σε εφαρμογή ένα πρόγραμμα προπονητικής για παιδιά, το οποίο ουσιαστικά επρόκειτο για ένα ποδοσφαιρικό σχολείο. "Είναι ένα πρωτότυπο εγχείρημα. Εκτός από ποδόσφαιρο, στα παιδιά παρέχεται και βασική εκπαίδευση. Διαθέτουμε δασκάλους πλήρους απασχόλησης σε μαθήματα όπως γλώσσα, μαθηματικά κι αγγλικά και φέρνουμε δασκάλους άλλων ειδικοτήτων, όταν είναι απαραίτητο", τονίζει ο Ζοζέ Μπάρος, βοηθός του Ζαρντίμ στην Καμάτσα κι επικεφαλής του "Projecto DES", που χρηματοδοτείται ακόμα και σήμερα από την κυβέρνηση των αυτόνομων νησιών Μαδέιρα.
"Αισθάνεται πως το πρόβλημα είναι κοινωνικό κατά βάση: οι γονείς δεν έχουν χρόνο, δεν βοηθούν τα παιδιά, τα οποία δεν διαβάζουν όσο θα έπρεπε και ως τιμωρία, τα απομακρύνουν από το ποδόσφαιρο. Για να αποφύγουμε αυτήν την κατάσταση, προπονούμε τα παιδιά σε ποδόσφαιρο, σχολείο και κοινωνία".
Το πλήρωμα του χρόνου, όμως, έφτασε για τον Ζαρντίμ, γύρω στο 2008. Παρότι... διπλοθεσίτης και αποκαταστημένος οικονομικά, επέλεξε το δρόμο της φυγής από τον τόπο του, ώστε να διευρύνει τους προπονητικούς ορίζοντές του. Η Καμάτσα δεν τον άφηνε να φύγει, όπως κι η οικογένειά του, αλλά ξεπέρασε όλες τις πιέσεις κι έκανε το βήμα. "Αισθάνθηκα πως έπρεπε να εξελιχθώ και να φύγω από τη Μαδέιρα. Είχα δεχθεί παλαιότερα προτάσεις, τις είχα απορρίψει, αλλά πλέον είχε έρθει η ώρα να φύγω".
Ο Μαρσέλο Ντελγκάδο της Τσάβες, η οποία αγωνιζόταν στην ίδια κατηγορία με την Καμάτσα, έψαχνε για ένα νεαρό προπονητή με υψηλό μορφωτικό επίπεδο. Το βιογραφικό του Ζαρντίμ ήταν αυτό που ξεχώριζε από όσα είχε στο γραφείο του κι αποφάσισε να τον προσλάβει. "Ήταν ένας ξένος, που είχε προπονήσει μόνο την Καμάτσα κι όλοι τον κοιτούσαμε με μισό μάτι", παραδέχθηκε ο γηραιότερος εκ του ρόστερ, Κάρλος Πίντο, ο οποίος διηγήθηκε κι ένα ανέκδοτο περιστατικό.
"Στις πρώτες ημέρες προπονήσεων μας έδειξε την ταινία '300'. Μετά την ταινία, προχώρησε σε μια ομιλία για τη σημασία της στήριξης και του σεβασμού προς τον ηγέτη. Εάν βοηθούσαμε ο ένας τον άλλον, θα κερδίζαμε". Επιβεβαιώθηκε μέσα σε 1,5 χρόνο, αφού ο Ζαρντίμ ανέλαβε την Τσάβες στα μέσα της σεζόν 2007-2008 και την επόμενη χρονιά, την οδήγησε στην άνοδο στη 2η κατηγορία.
Δεν την παρέμεινε για την επιστροφή της Τσάβες στην κατηγορία, αφού προχώρησε σε ακόμα μία παράλληλη μετακίνηση, αναλαμβάνοντας την Μπέιρα Μαρ. Εκεί βρήκε τον πρώην μέσο του Ιωνικού, Κάρλος Φανγκέιρο, που σημειώνει για τον τότε προπονητή του: "Γνωρίζει πως να δουλέψει σε ομάδες που δεν είναι δυνατές". Ακόμα μία επιβεβαίωση και μάλιστα σε μόλις ένα χρόνο, αφού οδήγησε την Μπέιρα Μαρ ξανά στη 1η κατηγορία, παρότι η ομάδα αντιμετώπιζε τεράστια οικονομικά προβλήματα. Από το καλοκαίρι του 2010 ήταν κι επίσημα προπονητής επιπέδου Liga Sagres.
Ο "εκλεκτός" του Πίντο ντα Κόστα κι η Μπράγκα
Η πορεία του στο 1ο μισό της σεζόν 2010-2011 ήταν ικανοποιητική για τα δεδομένα του συλλόγου, αφού αναγκάστηκε να σχηματίσει μία ανταγωνιστική ομάδα με στόχο την παραμονή, διαθέτοντας πενιχρά μέσα. Παρ' όλα αυτά, δημιούργησε ένα "δεμένο" σύνολο που αποτελείτο από γυρολόγους, νεαρούς και δανεικούς ποδοσφαιριστές, το οποίο κατάφερνε να αποσπά βαθμούς.
Μία σειρά άσχημων αποτελεσμάτων μεταξύ Ιανουαρίου και Φεβρουαρίου του 2011 στάθηκε αφορμή για να εξωθήσει τον Ζαρντίμ σε παραίτηση. Αιτία ήταν άλλη. Ο 36χρονος προπονητής δέχθηκε πρόταση ανανέωσης από την Μπέιρα Μαρ, την οποία και απέρριψε. "Είμαι άνθρωπος που του αρέσει να δουλεύει σκληρά με μακροχρόνια σχέδια και το να παραμείνω στην ομάδα για ακόμα 2 μήνες δεν είχε νόημα. Ο σύλλογος μπορεί να προετοιμάσει το μέλλον του κι εγώ το ίδιο. Είναι η καλύτερη λύση για όλες τις πλευρές", δήλωσε και πρόσθεσε πως δεν έχει ακόμα έτοιμη την επόμενη λύση.
Η φημολογία στη χώρα, όμως, έδινε κι έπαιρνε. Ο πρόεδρος της Πόρτο, Πίντο ντα Κόστα, γνωστός για τις... αρπακτικές διαθέσεις και το "μάτι" που ανακαλύπτει ατόφιο χρυσάφι στα πρόσωπα ποδοσφαιριστών και προπονητών, άρχισε να καλοβλέπει την περίπτωσή του, ως διάδοχο του Αντρέ Βίλας Μπόας. Στο κυνήγι του Ζαρντίμ, όμως, αποδείχθηκε "σκουριασμένος", αφού τον πρόλαβε ο πρόεδρος της Μπράγκα, Αντόνιο Σαλβαδόρ.
Ο άνθρωπος που ανέλαβε τον άσημο σύλλογο από τη βόρεια Πορτογαλία το Φεβρουάριο του 2003 κι από τα όρια της πτώχευσης τον έφερε μέσα σε 8 χρόνια στους ομίλους του Champions League, με μπάτζετ 17.000.000 ευρώ, πείστηκε από τους 2 σερί προβιβασμούς για τις ικανότητες του Ζαρντίμ. Για να πείσει και τον φέρελπι τεχνικό, του έδωσε κάτι που δεν προσέφερε ούτε στον Ζόρζε Ζέσους, ούτε στον Ντομίνγκος Πασιένσια, ούτε στον Ζεσουάλδο Φερέιρα, τον καιρό που βολιδοσκοπούσε τον νυν τεχνικό του Παναθηναϊκού: τριετές συμβόλαιο. Ο Ζαρντίμ θεώρησε πως θα έβρισκε επιτέλους "λιμάνι" για να φιλοξενήσει τα μακρόπνοα σχέδιά του και γι' αυτό έκανε κι εκείνος μία πρωτοφανή κίνηση, φέρνοντας μαζί του για πρώτη φορά στην ηπειρωτική χώρα από τα νησιά Μαδέιρα την οικογένειά του, τη σύζυγό (ψυχολόγος στο επάγγελμα) και τον (τότε) 4χρονο γιο του, που γράφτηκε σε ιδιωτικό σχολείο της Μπράγκα.
Το βάρος που έπεφτε στους ώμους του ήταν τεράστιο. Στην πρώτη πρόκληση της καριέρας του σε τόσο υψηλό επίπεδο, αναλάμβανε την ομάδα μετά την πιο πετυχημένη 3ετία της ιστορίας της. Το 2008-2009, επί Ζέσους, κατέκτησε το Κύπελλο Intertoto (ως η ομάδα που προχώρησε περισσότερο στο Κύπελλο UEFA), το 2009-2010, επί Ντομίνγκος, τερμάτισε στην 2η θέση του πρωταθλήματος, την καλύτερη στην ιστορία της, πίσω μόνο από την Μπενφίκα (διεκδικώντας τον τίτλο μέχρι το τέλος) και ένα χρόνο αργότερα έφτασε μέχρι τον τελικό του Europa League, όπου υποτάχθηκε από την Πόρτο του Βίλας Μπόας και του Ρανταμέλ Φαλκάο.
Ο Ζαρντίμ δεν πτοήθηκε από τις αναβαθμισμένες απαιτήσεις των φίλων της Μπράγκα και μετά από μία αρχή γεμάτη σκαμπανεβάσματα, έβαλε τη δική του "σφραγίδα" στο βιβλίο της ιστορίας του συλλόγου. Στα μέσα της σεζόν, η Μπράγκα κατέγραψε ένα σερί 13 νικών, το μεγαλύτερο που έχει πετύχει ποτέ, ισοφαρίζοντας τα σερί της Πόρτο του Ζοζέ Μουρίνιο από το 2003, της Μπενφίκα του 1953 και του 1961, της Σπόρτινγκ του 1954 και της Πόρτο του 1978. Μόνο 5 ομάδες στην ιστορία του πορτογαλικού ποδοσφαίρου έχουν πετύχει μεγαλύτερα σερί, αλλά εκείνο αρκούσε για να φέρει τα πάνω κάτω στην κατηγορία το Μάρτιο.
Έξι αγωνιστικές πριν το πέσιμο της "αυλαίας" κι η 13η σερί νίκη της Μπράγκα, επί της μετέπειτα κυπελλούχου Ακαδέμικα, την έθεσε για πρώτη φορά επικεφαλής στον πίνακα της βαθμολογίας. Παρότι ηττήθηκε στα 2 ντέρμπι με Μπενφίκα και Πόρτο που ακολουθούσαν, άντεξε με σχετική άνεση στην πίεση της Σπόρτινγκ και τερμάτισε πάνω από τα "λιοντάρια" της πρωτεύουσας, που το καλοκαίρι του 2011 είχαν δαπανήσει 35.000.000 ευρώ για μεταγραφική ενίσχυση, τη στιγμή που ο Ζαρντίμ ξόδεψε μόλις 2.000.000 ευρώ για να οδηγήσει την ομάδα του στα πλέι οφ του Champions League.
Η χρονιά που ολοκληρώθηκε με ρεκόρ νικών (19) και ρεκόρ τερμάτων υπέρ (59) θα θεωρούταν πετυχημένη, εάν... ολοκληρωνόταν. Ο Ζαρντίμ ανακοινώθηκε από την Μπράγκα στις 8 Ιουνίου του 2011, αλλά έλυσε το συμβόλαιό του πριν συμπληρωθούν 12 μήνες, στις 30 Μαΐου του 2012. Οι αξεπέραστες διαφωνίες με τον πρόεδρο Σαλβαδόρ τον οδήγησαν στην πόρτα της εξόδου, ανοίγοντας παράλληλα πόρτες σε κάθε ομάδα που έψαχνε για προπονητή, μεταξύ άλλων και στην Πόρτο.
Όταν ο Ολυμπιακός φερόταν να εξετάζει τον νυν τεχνικό των "δράκων", Βίτορ Περέιρα, ο επικρατέστερος διάδοχός του στον πάγκο των πρωταθλητών Πορτογαλίας ήταν ο τέως τεχνικός της Μπράγκα. Εν τέλει, οι δρόμοι των 2 νεαρών προπονητών φαίνεται πως θα είναι αντίθετοι...
Ο προπονητής Ζαρντίμ
Ο Πορτογάλος αντιμετωπίζει το ποδόσφαιρο σαν ένα περίπλοκο αντικείμενο κι επιδίωξή του είναι να υπερισχύει σε κάθε τομέα: τακτική, τεχνική, φυσική κατάσταση και ψυχολογία. Ως σύστημα, προσαρμόζεται αναλόγως τις δυνατότητες του υλικού που διαχειρίζεται και του αντιπάλου. Στα περισσότερα παιχνίδια με την Μπέιρα Μαρ χρησιμοποίησε το 4-1-3-2, επιλέγοντας να δώσει έμφαση ακόμα και στην επιθετική λειτουργία της ομάδας, παρότι στόχος ήταν η παραμονή στην κατηγορία. Στην Μπράγκα διάλεξε το 4-2-3-1 από την αρχή, κάνοντας κάποιες διαφοροποιήσεις κυρίως σε παιχνίδια κυπέλλου.
Στη διάρκεια της σεζόν αντιμετώπισε πολλά και σοβαρά προβλήματα τραυματισμών, με αποτέλεσμα να αλλάξει τη βασική σύνθεση στα μέσα της χρονιάς κατά τα οκτώ ενδέκατα (μόνο οι Κιμ, Ούγκο Βιάνα και Έλντερ Μπαρμπόσα κατάφεραν να βγάλουν τη χρονιά ως βασικοί). Δεν φοβήθηκε τις αλχημείες στην ενδεκάδα, οι οποίες απέδωσαν "καρπούς". Ο Λεάντρο Σαλίνο από box-to-box μέσος μετατράπηκε σε δεξί μπακ για να αναπληρώσει το κενό του τραυματία Μπαϊάνο, ενώ ο Λίμα, από αριστερό εξτρέμ και 3 γκολ στα πρώτα 15 ματς της σεζόν σε όλες τις διοργανώσεις, μετατοπίστηκε στην κορυφή της επίθεσης και στην 24η αγωνιστική της Liga είχε φτάσει τα 21 γκολ κι απέφυγε την προσωπική γελοιοποίηση (πριν την έναρξη της χρονιάς είχε υποσχεθεί πως θα σημειώσει 30 γκολ, αλλά μέχρι την 9η αγωνιστική και την αλλαγή θέσης είχε μόλις 1).
Η φιλοσοφία του περιστρέφεται γύρω από την ύπαρξη ενός πυρήνα που αποτελείται από ντόπιο υλικό, ώστε να δίνει ωθεί την ομάδα στις δύσκολες στιγμές. Η επιστροφή του Κουστόδιο από τραυματισμό όταν έφευγε για το Κύπελλο Εθνών Αφρικής ο Τζαμάλ κι οι βοήθειες του Ούκρα όταν τραυματίστηκε ο Άλαν ενίσχυσαν το πορτογαλικό στοιχείο της ομάδας και την οδήγησαν στο εκπληκτικό σερί των 13 νικών.
Εξάλλου, ο ομοσπονδιακός τεχνικός της Πορτογαλίας, Πάουλο Μπέντο, αναγνώρισε αυτήν τη συλλογική προσπάθεια των συμπατριωτών του και κάλεσε 5 παίκτες της Μπράγκα στην προεπιλογή ενός φιλικού της Πορτογαλίας με την Πολωνία, αν και δεν χρησιμοποίησε κανένας εξ αυτών, διότι ακολουθούσε το τοπικό ντέρμπι μεταξύ της Μπράγκα και της Γκιμαράες. Οι Πορτογάλοι, μάλιστα, δίνουν μεγάλη βάση στην εθνική ταυτότητα της Μπράγκα, αφού οι βασικές ενδεκάδες των 3 "μεγάλων" της χώρας πολλές φορές δεν περιλαμβάνουν ούτε έναν συμπατριώτη τους.
Ο άνθρωπος Ζαρντίμ
Οι μαρτυρίες των ανθρώπων που έχουν ζήσει από κοντά τον Ζαρντίμ είναι πολλές και κάθε μία παρουσιάζει κι ένα ενδιαφέρον στοιχείο για την προσωπικότητα του 37χρονου προπονητή. Όπως για παράδειγμα του Ντελγάδο, του προέδρου της Τσάβες: "Αυτό που με εξέπληξε περισσότερο ήταν η πρώτη συζήτηση που είχαμε, όπου κατάφερε να απλοποιήσει τα πάντα. Ένας προπονητής λατρεύει να τα κάνει όλα δύσκολα, να γκρινιάζει επειδή δεν έχει καλό προπονητήριο, επειδή οι συνθήκες είναι άσχημες και έτσι δεν μπορεί να δουλέψει. Αυτός ήταν το αντίθετο, διόλου περίπλοκος. Δούλευε με ό,τι μέσα διέθετε κι όταν παρουσιαζόταν κάποιο πρόβλημα, κι υπήρχαν πολλά, το επέλυε με τη μικρότερη δυνατή ζημιά".
Ο "μέντοράς" του Ζοζέ Μονίζ υποστηρίζει πως τον χαρακτηρίζουν 3 αξίες, "της ακεραιότητας, της ακρίβειας και της οργάνωσης". Έχει καλές σχέσεις με τα media, αλλά δεν αναλώνεται σε συνεντεύξεις Τύπου, αφού θεωρεί ότι υπάρχουν αρκετοί κριτές για ένα παιχνίδι. Του αρέσουν οι αλλαγές και πειραματίζεται συχνά με τις ενδεκάδες των ομάδων του "όταν υπάρχουν νέοι παίκτες που έρχονται από χαμηλότερο επίπεδο κι έχουν μεγάλη όρεξη". Σιχαίνεται τους κακούς επαγγελματίες, επιβραβεύει τους καλούς κι όταν όλοι κάνουν ό,τι προστάζει στις προπονήσεις, τότε τους βοηθά. Όπως σημειώνει ο Κάρλος Φανγκέιρο που τον έζησε μία σεζόν στην Μπέιρα Μαρ, "δεν τον έχω δει να φωνάζει σε παίκτη. Δεν χρειάζεται να ουρλιάζει, είναι ηγέτης κι επιβάλλεται με φυσικό τρόπο". Ο Κάρλος Πίντο που τον είχε στην Τσάβες υπερθεματίζει: "Είναι ευθύς, σοβαρός και μεθοδικός. Μας έλεγε ότι τα αποτελέσματα δεν είναι σημαντικά. Σημαντικός είναι ο τρόπος. Εάν κάναμε τα πράγματα όπως έπρεπε, τότε θα έρχονταν τα αποτελέσματα. Κανείς δεν δουλεύει σκληρότερα από εκείνον, οπότε έχει κάθε δικαίωμα να απαιτεί το ίδιο από τους ποδοσφαιριστές. Γνωρίζει τα πάντα για τους αντιπάλους της επόμενης εβδομάδας και μοιράζει τις πληροφορίες σε Powerpoint πριν το ματς, κάτι απίστευτο για το επίπεδο της 2ης κατηγορίας".
Αν και συχνά απολαμβάνει τη συντροφιά ενός κρασιού ή μιας ταινίας, αποφεύγει τα μεγάλα γλέντια και τα ξενύχτια, αφού είναι άτομο χαμηλών τόνων, που το απασχολεί μοναχά η οικογένειά του και το ποδόσφαιρο. Προτιμά μία απλή, σπιτική μπριζόλα από ένα δείπνο σε πολυτελές εστιατόριο, αλλά δεν αποδέχεται τη μετριότητα. Ο παιδικός φίλος του, Ντουάρτε Φρέιτας, αστειεύεται λέγοντας πως "εάν έχεις οικονομίες, δώστες σε εκείνον διότι θα είναι ασφαλείς, μιας και δεν κάνει περιττά έξοδα". Γι' αυτό μέχρι και σήμερα διαθέτει 2 απλά αυτοκίνητα, ένα Fiat Punto κι ένα Seat Leon, και το 2ο μόνο και μόνο επειδή του το έδωσε η Μπράγκα.
Τέσσερις ιστορίες που πρέπει να ξέρετε
Έχοντας συγκεντρώσει την ενέργειά του στο ποδόσφαιρο, θέτει κι υψηλούς στόχους. Η φιλοδοξία του ήταν τέτοια από την αρχή της καριέρας του. Γι' αυτό κι άφησε 2 δουλειές που του απέφεραν ικανοποιητικά χρήματα στο "χωριό", αναζητώντας την πρωτιά της "πόλης". Γι' αυτό κι όταν μίλησε για πρώτη φορά στους παίκτες της Τσάβες, άφησε τους πάντες εμβρόντητους με τη φράση "έχω υψηλότερους στόχους από εδώ", εξηγώντας στη συνέχεια: "Η Τσάβες είναι ένα σκαλοπάτι για μένα. Εάν σε 5 χρόνια, όταν θα είμαι 40 ετών, δεν καταφέρω να φτάσω στην 1η κατηγορία, τότε θα παρατήσω το ποδόσφαιρο και θα επιστρέψω στη ζωή μου στη Μαδέιρα, όπου θα διδάσκω και θα ζω ήσυχα". "Αντιληφθήκαμε ότι δεν είχε έρθει για να κοροϊδέψει κανέναν", σημείωνε ο Ντελγάδο.
Δεν διστάζει να μεταβάλλει τις ισορροπίες σε μία ομάδα, εάν αυτό γίνεται προς όφελός του. Όταν ανέλαβε την Τσάβες, καθαίρεσε τον αρχηγό Καμπουέ Κασονγκό φαινομενικά χωρίς λόγο, για να δώσει το περιβραχιόνιο στον Πίντο, που αργότερα υπογράμμισε: "Με εξέπληξε, αλλά μετά κατάλαβα: για εκείνον, ο αρχηγός είναι ο βοηθός του, είναι μία επέκταση του εαυτού του στο γήπεδο και στα αποδυτήρια". Στην Μπέιρα Μαρ αντικατέστησε τους Φάρι και Φανγκέιρο με τους Ούγκο και Άρτουρ για τον ίδιο λόγο, ενώ με το που ανέλαβε την Μπράγκα έκανε το ίδιο, παίρνοντας το περιβραχιόνιο από τον επί 10 χρόνια μέσο της, Βαντίνιο (που λίγο αργότερα αποχώρησε για την αλ Σαρτζά), και το έδωσε στον Άλαν.
Το πιο χαρακτηριστικό περιστατικό, που αποτυπώνει με κωμικό τρόπο τη σημασία της έννοιας "οικογένεια" για τον Ζαρντίμ, σημειώθηκε τον καιρό της Μπέιρα Μαρ. Όπως θυμάται ο Φανγκέιρο, "όταν ήρθε στην ομάδα, απαγόρευσε στους διοικούντες να εισέρχονται στα αποδυτήρια. Τα Σάββατα φέρναμε τα παιδιά μας στις προπονήσεις κι έπαιζαν κι αυτά στο γήπεδο. Αγόρασε κλειδαριές και κλείδωσε τις θύρες του γηπέδου. 'Εδώ δεν μπαίνει κανείς, εδώ είμαστε μόνο εμείς. Είμαστε μία οικογένεια', μας έλεγε".
Και φυσικά υπάρχει πάντα η κόντρα του με τον τελευταίο πρόεδρο που συνεργάστηκε, τον Αντόνιο Σαλβαδόρ της Μπράγκα, μία κόντρα που ολοκλήρωσε άδοξα μία σπουδαία σεζόν. Αιτία αποτέλεσε μία συνέντευξη του Ζαρντίμ στην "O Jogo" στα μέσα Μαΐου, όπου ο 37χρονος προπονητής χαρακτήρισε τη σχέση του με τον Σαλβαδόρ "καθαρά επαγγελματική" και πρόσθεσε πως οι δυο τους είχαν "ελάχιστη έως καμία επαφή εκτός πλαισίου ομάδας". Ο Σαλβαδόρ επέστρεψε εσπευσμένα από επαγγελματικό ταξίδι στη Μοζαμβίκη και κάλεσε το Ζαρντίμ να συζητήσουν για το ζήτημα που προέκυψε. Εξερχόμενος από τα γραφεία ο Πορτογάλος τεχνικός, απέφυγε να μιλήσει στους δημοσιογράφους, ρίχνοντας το "μπαλάκι" στον Σαλβαδόρ. Ο τελευταίος απάντησε με μία ανακοίνωση στην ιστοσελίδα του συλλόγου την επόμενη μέρα, κρίνοντας πως διερράγη η μεταξύ τους εμπιστοσύνη, εξαιτίας της συνέντευξης. Αξίζει να σημειωθεί, πάντως, πως προβλήματα υπήρχαν ήδη στην ομάδα, αφού ο Ζαρντίμ δεν αντιμετώπιζε με θετικό μάτι την ύπαρξη διευθυντή ποδοσφαίρου στο σύλλογο (Φερνάντο Κόουτο), ενώ αντέδρασε και στην απώλεια λόγου στην επιλογή προπονητή για τη δεύτερη ομάδα, η οποία πέρυσι διεκδικούσε το πρωτάθλημα Νέων της Πορτογαλίας μαζί με την Μπενφίκα.