Οι ιαχές τρυπούσαν τον ολοκόκκινο από το περίεργο παιχνίδι του ήλιου, ουρανό. Η μυρωδιά του τσιμέντου ανακατεμένη με μπόλικη υγρασία κολλούσε στα πάνω τοιχώματα του ουρανίσκου. Το ερυθρόλευκο κασκόλ που εκείνος είχε περασμένο στον αριστερό καρπό, είχε σχεδόν τυλίξει το πρόσωπό μου. Η ένταση ανέβαινε κατακόρυφα, πλέον ήταν δύσκολο να διακρίνεις τον αγωνιστικό χώρο εξ’ αιτίας του καπνού που ξεχύνονταν από τα δεκάδες καπνογόνα.
- Βγήκε η Θρυλάρα ρε φίλε , όρθιος… Πετάχτηκα σαν ελατήριο από το ψυχρό αλλά αρκετά φιλόξενο τσιμέντο και πέρασα το δεξί μου μπράτσο στον αριστερό του ώμο. Πρέπει να χοροπηδούσαμε πάνω από κανένα δεκάλεπτο αποτελώντας πλέον κομμάτι στο πάζλ της κερκίδας με το θρυλικό νούμερο 7.
Ένιωθα τα πόδια μου να τρέμουν ,σε λίγο όλο μου το κορμί παλλόταν από το πάθος που ξεχείλιζε από άκρου εις άκρον . Το στάδιο βρίσκονταν στο πόδι, τα μάτια μου είχαν θολώσει από τον καπνό και δάκρυα έτρεχαν προς το σαγόνι . Γύρισε και με κοίταξε με ένα χαμόγελο που φώτισε το γεμάτο γωνίες, πρόσωπό του.
- Στο είπα φίλε μου, θα δακρύσεις . Αυτό το συναίσθημα μόνο ο Θρύλος μπορεί να στο προσφέρει , όντως αυτά ήταν τα λόγια του λίγο πριν πάρει την απόφαση ότι ήρθε ο καιρός να με μυήσει στην μεγάλη θρησκεία που πίστευε τυφλά.
Έβγαλα ένα μισοτσαλακωμένο χαρτομάντιλο από την κωλότσεπη και σκούπισα την υγρασία που είχε κατασκηνώσει γύρω από τα μάτια μου. Οι φωνές γύρω συνεχίζονταν χωρίς σταματημό. Γύρισα το κεφάλι και προσπάθησα να τον αναζητήσω αλλά μάταια. Ανησύχησα προς στιγμήν , φοβούμενος μήπως τον έπιασε ξανά καμιά από εκείνες τις αναθεματισμένες κρίσεις που τις είχε κληρονομήσει τους τελευταίους 3-4 μήνες . Οι γιατροί είπαν καλοήθης όγκος αλλά δεν του καιγόταν καρφί. Το μόνο που τον ένοιαζε ήταν να βρίσκεται κάθε Κυριακή δίπλα στη μεγάλη του ερυθρόλευκη αγάπη. Έγραφε στα παλιά του τα παπούτσια τις συμβουλές των γιατρών για ανάπαυση και αποφυγή έντονων συγκινήσεων.
Κυριακή πάντα παρόν στον ναό , κάθε δεύτερη Κυριακή λεωφορείο, συντροφιά με τα φιλαράκια από το σύνδεσμο ,να οργώνουν την Ελλάδα, χώρια τα εξωτερικά για τα ευρωπαικά ματς. Σήκωσα το κεφάλι προς τον ουρανό για να αναπνεύσω καλύτερα και τον είδα εκεί πάνω γαντζωμένο στα σύρματα που υψώνονταν πάνω από τα κάγκελα.
Προσπάθησα να φωνάξω με όση φωνή μου είχε απομείνει στο λαρύγγι μπας και με δει. Γύρισε και κρατημένος από το ένα χέρι μου χαμογέλασε και τα μάτια του πετούσαν κόκκινες σπίθες. Καταλάβαινε ότι τα είχα λίγο ψιλοχαμένα και με ένα νεύμα με καθησύχασε δίνοντάς μου το σήμα ότι όλα ήταν καλά.
- Αν είναι να πεθάνω αδερφέ μου θα ήθελα να το κάνω εδώ μέσα , στο Ναό μου , δίπλα στην ομάδα που αγάπησα περισσότερο και από τη ζωή μου. Η φωνή του μπάσα και τραχιά έφτανε με ευκολία μέχρι τα αυτιά μου , παρ’ όλο που ήταν τόσα μέτρα μακριά.
Γύρισε και γραπώθηκε και με τα δυο χέρια από το συρμάτινο παραπέτασμα κουνώντας το μπρος πίσω . Τον κοίταξα και ένιωσα κάτι από την ηδονή που μου περιέγραφε τόσο καιρό στις ατέλειωτες συζητήσεις που κάναμε για τον Ολυμπιακό μας. Και κάπου εκεί οι φωνές σίγησαν, το τοπίο σκοτείνιασε. Σιωπή…
Η εκνευριστική σιωπή που είχε απλωθεί σε κάθε ίντσα του δωματίου διακόπηκε από τις ακανόνιστες ομιλίες της νοσοκόμας και του θεράποντος γιατρού. Ήταν πλέον φανερό ότι τα πράγματα δεν πήγαιναν καλά. Κατάπια με δυσκολία όσο σάλιο μου είχε απομείνει στο στόμα και επιστράτευσα δόσεις κουράγιου αναμιγμένο με μια γλυκιά επιθυμητή αισιοδοξία.
Το βλέμμα μου τράκαρε με εκείνο του ασπροντυμένου κυρίου , με το στηθοσκόπιο να αιωρείται μπρος στο ατροφικό του στέρνο. Δεν ήξερα αν πραγματικά ήθελα να τον ρωτήσω ή να τον αφήσω να το κάνει ο ίδιος βγάζοντας με από την δεινή θέση. Στάθηκε ακριβώς απέναντι σε απόσταση ενός ποδιού και με κοίταξε με βλέμμα τρομαχτικό όσο και συμπονετικό.
Ήθελα να τρέξω μακριά , να ανοίξει η γη να με καταπιεί , τα συναισθήματά μου ήταν συγκεχυμένα . Με έλουσε κρύος ιδρώτας , όλο μου το κορμί έτρεμε όπως τότε ,την πρώτη φορά μέσα στο ναό. Μόνο που τώρα ο λόγος ήταν εντελώς διαφορετικός.
Μερικές μέρες ζωής … είναι άδικο διάολε δεν το χωράει ο νους μου . Θέλω να ξεσπάσω σε κλάματα αλλά με κρατάει το ότι εκείνος ξαπλωμένος στο κρεβάτι του πόνου έχει οπτική επαφή. Με κοιτάει στα μάτια όπως πριν λίγο καιρό μέσα στην 7 , το χαμόγελό του χλωμό και τσαλακωμένο , προδίδει αδυναμία σωματική και πνευματική.
Με το κεφάλι μου έτοιμο να εκραγεί σωριάζομαι σε μια καρέκλα που υπήρχε δίπλα στην πόρτα του δωματίου. Το κεφάλι μου χάθηκε μέσα στις παλάμες , τα δάκρυα έπεφταν με δύναμη στο τσιμεντένιο πάτωμα. Δεν ήξερα τι να κάνω. Προσπαθούσα να βάλω σε μια σειρά σκόρπιες λέξεις που στροβιλίζονταν στο μυαλό μου.
Έβγαλα από την μπροστινή τσέπη του μπουφάν το αγαπημένο του ερυθρόλευκο κασκόλ και με αυτό σκούπισα το μουσκεμένο πρόσωπο. Ακόμη είχε πάνω του τη μυρωδιά από τα καπνογόνα, εισέπνευσα τόσο δυνατά που η τσίκνα έφτασε μέχρι το στομάχι μου.
Με αργά βήματα προχώρησα μέχρι το κρεβάτι και στάθηκα ακριβώς πάνω του. Κοιταχτήκαμε για λίγο χωρίς να μιλάει κανένας . Την αμηχανία της στιγμής έσπασε η τρανταχτή φωνή του.
- Αύριο παίζουμε στην Τούμπα , πάρε τα παιδιά και πες τους να μου κρατήσουν εισιτήριο , αλλοίμονό τους αν με ξεχάσουν , τα λόγια του έβγαιναν με δυσκολία αλλά πρόδιδαν λαχτάρα.
- Μην ανησυχείς θα πάω ο ίδιος από το σύνδεσμο και θα πάρω τρία , θα φέρω κι ένα φιλαράκι μου μαζί .
Η συζήτηση διακόπηκε βίαια, ο βήχας του ήταν τόσο έντονος που αναγκάστηκα να φωνάξω τη νοσοκόμα. Εκείνη τον ανασήκωσε λίγο ακουμπώντας τον στο κρεβάτι. Τώρα φαινόταν λίγο καλύτερα. Δάγκωσε τα χείλη και με μια νωχελική κίνηση του κεφαλιού , μου έγνεψε να πλησιάσω.
Ακούμπησα το αυτί στα χείλη του ώστε να μπορώ να ακούσω το ψέλλισμά του. Τα λόγια του μου έσκισαν τα εσώψυχα.
- Ελπίζω να θυμάσαι τι σου είπα την πρώτη σου μέρα στο Ναό μας. Αν είναι να με πάρει αυτή η καταραμένη αρρώστια, αυτό θέλω να γίνει εκεί, στα τσιμέντα, μαζί με τη μυρωδιά των καπνογόνων , πλάι στο Δαφνοστεφανωμένο .
Πώς ήταν δυνατόν να ξεχάσω αυτά τα λόγια που με είχαν συγκλονίσει. Τα θυμάμαι σαν να είναι τώρα , ανακατεμένα με τις ιαχές του πλήθους. Τα μάτια ξαναβούρκωσαν , δεν μπόρεσα να σηκώσω το βάρος μιας τέτοια συγκίνησης. Έσφιξε το χέρι μου σαν να ήθελε να μου δώσει εκείνος κουράγιο, λες και βρισκόμουν ο ίδιος στο κρεβάτι του πόνου.
Η φωνή του ταξιτζή πρόδιδε την απορία του , σχετικά με την εμφάνιση του κολλητού μου. Δεν βλέπει δα σε καθημερινή βάση έναν ασθενή με μια από εκείνες τις άσπρες ρόμπες να στρογγυλοκάθεται στο πίσω μέρος του ταξί.
- Καραισκάκη είπαμε ε ; Μα σήμερα δεν έχει αγώνα τι θα πάτε να κάνετε ;
Κοιταχτήκαμε και τα γέλια τράνταξαν το χώρο . Ακόμη δεν μπορούσαμε να πιστέψουμε την κινηματογραφική απόδραση από το νοσοκομείο , υπό το βλέμμα τόσων γιατρών και νοσοκόμων.
- Τους κάναμε γερή ντρίμπλα φίλε μου , του αποκρίθηκα.
- Ναι , σαν εκείνες του Λάγιος που έκανε τους αντιπάλους να ξερνάνε , μου απάντησε και το βλέμμα του άστραψε.
Δεν μου πήρε πάνω από μερικά δευτερόλεπτα να εξηγήσω στο φύλακα το λόγο της επισκέψεως μας στο Ναό. Δεν θα μπορούσε να αρνηθεί σε κάποιον την επιθυμία να δει το μέρος που πέρασε τα καλύτερά του χρόνια, για τελευταία φορά στη ζωή του.
Γεμάτος απύθμενη υπερηφάνεια περπατούσε πάνω στα σαρακοφαγωμένα τσιμέντα . Κοντοστάθηκε για λίγο και σήκωσε το βλέμμα ψηλά. Εκεί όπου δέσποζε επιβλητικός ο Δαφνοστεφανωμένος . Τα μάτια του είχαν γεμίσει δάκρυα . Ήταν η πρώτη φορά στη ζωή μου που τον έβλεπα να ‘σπάει’ . Με χέρια τρεμάμενα πέρασε το κασκόλ γύρω από το λαιμό του και το έσφιξε δυνατά.
Τον άφησα να προχωράει μπροστά , μόνος , οι τελευταίες αυτές στιγμές ήταν δικές του. Αυτός και η ομάδα που λάτρεψε , τα τσιμέντα, το χορτάρι που πάτησαν και τίμησαν μεγάλες δόξες του Ολυμπιακού . Του ‘δικού’ του Ολυμπιακού. Αυτόν που αγάπησε από μικρό παιδί , τότε που ακόμα πιτσιρικάς το έσκαγε από το σπίτι για να δει τον λατρεμένο του Θρύλο.
Έγειρε μπροστά ,τα πόδια του λύγισαν και τα γόνατα ακούμπησαν στο ψυχρό τσιμέντο. Έτρεξα πίσω του και έκανα μια κίνηση να τον ανασηκώσω. Με απώθησε με το χέρι του, δίνοντας μου να καταλάβω ότι δεν ήθελε να μπλεχτώ στην τελευταία του ιεροτελεστία μέσα στον Ναό της ζωής του.
Δίπλωσε το κορμί του και κόλλησε τα χείλη στα τσιμεντένια σκαλοπάτια , εκεί που ως πιτσιρικάς ένιωσε το πρώτο ρίγος . Τα δάκρυα είχαν καλύψει τα μάτια του. Γύρισε το κορμί του στο πλάι και ξάπλωσε πάνω στα σκαλιά.
- Θεέ μου , σε ευγνωμονώ που με αξίωσες να γίνω οπαδός αυτής της ομάδας, τώρα μπορείς να με πάρεις κοντά σου. Με περιμένουν τα φιλαράκια μου εκεί ψηλά.
- ΟΛΥΜΠΙΑΚΟΣ …ήταν τα τελευταία λέξη που κατάφερε να ψελίσει.
Το παγωμένο του βλέμμα είχε μείνει καρφωμένο στον ‘ Έφηβο’. Σκούπισα τα τελευταία δάκρυα που μου είχαν απομείνει και με μια ευλαβική κίνηση σφάλισα τα βλέφαρά του. Γονάτισα δίπλα του και αγκάλιασα το άψυχο κορμί του.
Το χέρι μου χάιδευε το ζεστό ακόμη μέτωπό του. Δεν είχα πλέον άλλη δύναμη, ξάπλωσα πλάι του και μείναμε να κοιτάμε μαζί τον Δαφνωστεφανομένο που θα έλεγε κανείς ότι είχε δακρύσει.
- Δε σου λέω καλό ταξίδι φίλε μου , αλλά καλή αντάμωση...
Το κείμενο είναι αφιερωμένο σε έναν σύγγαυρο που έφυγε από κοντά μας πριν λίγους μήνες. Αν και δεν τον γνώριζα προσωπικά , αυτά που μου μετέφεραν με συγκλόνισαν και ήθελα να αποτίσω από μεριάς μου έναν ελάχιστο φόρο τιμής , όπως και σε όλα τα αδέρφια που δεν βρίσκονται πλέον κοντά μας…
- Βγήκε η Θρυλάρα ρε φίλε , όρθιος… Πετάχτηκα σαν ελατήριο από το ψυχρό αλλά αρκετά φιλόξενο τσιμέντο και πέρασα το δεξί μου μπράτσο στον αριστερό του ώμο. Πρέπει να χοροπηδούσαμε πάνω από κανένα δεκάλεπτο αποτελώντας πλέον κομμάτι στο πάζλ της κερκίδας με το θρυλικό νούμερο 7.
Ένιωθα τα πόδια μου να τρέμουν ,σε λίγο όλο μου το κορμί παλλόταν από το πάθος που ξεχείλιζε από άκρου εις άκρον . Το στάδιο βρίσκονταν στο πόδι, τα μάτια μου είχαν θολώσει από τον καπνό και δάκρυα έτρεχαν προς το σαγόνι . Γύρισε και με κοίταξε με ένα χαμόγελο που φώτισε το γεμάτο γωνίες, πρόσωπό του.
- Στο είπα φίλε μου, θα δακρύσεις . Αυτό το συναίσθημα μόνο ο Θρύλος μπορεί να στο προσφέρει , όντως αυτά ήταν τα λόγια του λίγο πριν πάρει την απόφαση ότι ήρθε ο καιρός να με μυήσει στην μεγάλη θρησκεία που πίστευε τυφλά.
Έβγαλα ένα μισοτσαλακωμένο χαρτομάντιλο από την κωλότσεπη και σκούπισα την υγρασία που είχε κατασκηνώσει γύρω από τα μάτια μου. Οι φωνές γύρω συνεχίζονταν χωρίς σταματημό. Γύρισα το κεφάλι και προσπάθησα να τον αναζητήσω αλλά μάταια. Ανησύχησα προς στιγμήν , φοβούμενος μήπως τον έπιασε ξανά καμιά από εκείνες τις αναθεματισμένες κρίσεις που τις είχε κληρονομήσει τους τελευταίους 3-4 μήνες . Οι γιατροί είπαν καλοήθης όγκος αλλά δεν του καιγόταν καρφί. Το μόνο που τον ένοιαζε ήταν να βρίσκεται κάθε Κυριακή δίπλα στη μεγάλη του ερυθρόλευκη αγάπη. Έγραφε στα παλιά του τα παπούτσια τις συμβουλές των γιατρών για ανάπαυση και αποφυγή έντονων συγκινήσεων.
Κυριακή πάντα παρόν στον ναό , κάθε δεύτερη Κυριακή λεωφορείο, συντροφιά με τα φιλαράκια από το σύνδεσμο ,να οργώνουν την Ελλάδα, χώρια τα εξωτερικά για τα ευρωπαικά ματς. Σήκωσα το κεφάλι προς τον ουρανό για να αναπνεύσω καλύτερα και τον είδα εκεί πάνω γαντζωμένο στα σύρματα που υψώνονταν πάνω από τα κάγκελα.
Προσπάθησα να φωνάξω με όση φωνή μου είχε απομείνει στο λαρύγγι μπας και με δει. Γύρισε και κρατημένος από το ένα χέρι μου χαμογέλασε και τα μάτια του πετούσαν κόκκινες σπίθες. Καταλάβαινε ότι τα είχα λίγο ψιλοχαμένα και με ένα νεύμα με καθησύχασε δίνοντάς μου το σήμα ότι όλα ήταν καλά.
- Αν είναι να πεθάνω αδερφέ μου θα ήθελα να το κάνω εδώ μέσα , στο Ναό μου , δίπλα στην ομάδα που αγάπησα περισσότερο και από τη ζωή μου. Η φωνή του μπάσα και τραχιά έφτανε με ευκολία μέχρι τα αυτιά μου , παρ’ όλο που ήταν τόσα μέτρα μακριά.
Γύρισε και γραπώθηκε και με τα δυο χέρια από το συρμάτινο παραπέτασμα κουνώντας το μπρος πίσω . Τον κοίταξα και ένιωσα κάτι από την ηδονή που μου περιέγραφε τόσο καιρό στις ατέλειωτες συζητήσεις που κάναμε για τον Ολυμπιακό μας. Και κάπου εκεί οι φωνές σίγησαν, το τοπίο σκοτείνιασε. Σιωπή…
Η εκνευριστική σιωπή που είχε απλωθεί σε κάθε ίντσα του δωματίου διακόπηκε από τις ακανόνιστες ομιλίες της νοσοκόμας και του θεράποντος γιατρού. Ήταν πλέον φανερό ότι τα πράγματα δεν πήγαιναν καλά. Κατάπια με δυσκολία όσο σάλιο μου είχε απομείνει στο στόμα και επιστράτευσα δόσεις κουράγιου αναμιγμένο με μια γλυκιά επιθυμητή αισιοδοξία.
Το βλέμμα μου τράκαρε με εκείνο του ασπροντυμένου κυρίου , με το στηθοσκόπιο να αιωρείται μπρος στο ατροφικό του στέρνο. Δεν ήξερα αν πραγματικά ήθελα να τον ρωτήσω ή να τον αφήσω να το κάνει ο ίδιος βγάζοντας με από την δεινή θέση. Στάθηκε ακριβώς απέναντι σε απόσταση ενός ποδιού και με κοίταξε με βλέμμα τρομαχτικό όσο και συμπονετικό.
Ήθελα να τρέξω μακριά , να ανοίξει η γη να με καταπιεί , τα συναισθήματά μου ήταν συγκεχυμένα . Με έλουσε κρύος ιδρώτας , όλο μου το κορμί έτρεμε όπως τότε ,την πρώτη φορά μέσα στο ναό. Μόνο που τώρα ο λόγος ήταν εντελώς διαφορετικός.
Μερικές μέρες ζωής … είναι άδικο διάολε δεν το χωράει ο νους μου . Θέλω να ξεσπάσω σε κλάματα αλλά με κρατάει το ότι εκείνος ξαπλωμένος στο κρεβάτι του πόνου έχει οπτική επαφή. Με κοιτάει στα μάτια όπως πριν λίγο καιρό μέσα στην 7 , το χαμόγελό του χλωμό και τσαλακωμένο , προδίδει αδυναμία σωματική και πνευματική.
Με το κεφάλι μου έτοιμο να εκραγεί σωριάζομαι σε μια καρέκλα που υπήρχε δίπλα στην πόρτα του δωματίου. Το κεφάλι μου χάθηκε μέσα στις παλάμες , τα δάκρυα έπεφταν με δύναμη στο τσιμεντένιο πάτωμα. Δεν ήξερα τι να κάνω. Προσπαθούσα να βάλω σε μια σειρά σκόρπιες λέξεις που στροβιλίζονταν στο μυαλό μου.
Έβγαλα από την μπροστινή τσέπη του μπουφάν το αγαπημένο του ερυθρόλευκο κασκόλ και με αυτό σκούπισα το μουσκεμένο πρόσωπο. Ακόμη είχε πάνω του τη μυρωδιά από τα καπνογόνα, εισέπνευσα τόσο δυνατά που η τσίκνα έφτασε μέχρι το στομάχι μου.
Με αργά βήματα προχώρησα μέχρι το κρεβάτι και στάθηκα ακριβώς πάνω του. Κοιταχτήκαμε για λίγο χωρίς να μιλάει κανένας . Την αμηχανία της στιγμής έσπασε η τρανταχτή φωνή του.
- Αύριο παίζουμε στην Τούμπα , πάρε τα παιδιά και πες τους να μου κρατήσουν εισιτήριο , αλλοίμονό τους αν με ξεχάσουν , τα λόγια του έβγαιναν με δυσκολία αλλά πρόδιδαν λαχτάρα.
- Μην ανησυχείς θα πάω ο ίδιος από το σύνδεσμο και θα πάρω τρία , θα φέρω κι ένα φιλαράκι μου μαζί .
Η συζήτηση διακόπηκε βίαια, ο βήχας του ήταν τόσο έντονος που αναγκάστηκα να φωνάξω τη νοσοκόμα. Εκείνη τον ανασήκωσε λίγο ακουμπώντας τον στο κρεβάτι. Τώρα φαινόταν λίγο καλύτερα. Δάγκωσε τα χείλη και με μια νωχελική κίνηση του κεφαλιού , μου έγνεψε να πλησιάσω.
Ακούμπησα το αυτί στα χείλη του ώστε να μπορώ να ακούσω το ψέλλισμά του. Τα λόγια του μου έσκισαν τα εσώψυχα.
- Ελπίζω να θυμάσαι τι σου είπα την πρώτη σου μέρα στο Ναό μας. Αν είναι να με πάρει αυτή η καταραμένη αρρώστια, αυτό θέλω να γίνει εκεί, στα τσιμέντα, μαζί με τη μυρωδιά των καπνογόνων , πλάι στο Δαφνοστεφανωμένο .
Πώς ήταν δυνατόν να ξεχάσω αυτά τα λόγια που με είχαν συγκλονίσει. Τα θυμάμαι σαν να είναι τώρα , ανακατεμένα με τις ιαχές του πλήθους. Τα μάτια ξαναβούρκωσαν , δεν μπόρεσα να σηκώσω το βάρος μιας τέτοια συγκίνησης. Έσφιξε το χέρι μου σαν να ήθελε να μου δώσει εκείνος κουράγιο, λες και βρισκόμουν ο ίδιος στο κρεβάτι του πόνου.
Η φωνή του ταξιτζή πρόδιδε την απορία του , σχετικά με την εμφάνιση του κολλητού μου. Δεν βλέπει δα σε καθημερινή βάση έναν ασθενή με μια από εκείνες τις άσπρες ρόμπες να στρογγυλοκάθεται στο πίσω μέρος του ταξί.
- Καραισκάκη είπαμε ε ; Μα σήμερα δεν έχει αγώνα τι θα πάτε να κάνετε ;
Κοιταχτήκαμε και τα γέλια τράνταξαν το χώρο . Ακόμη δεν μπορούσαμε να πιστέψουμε την κινηματογραφική απόδραση από το νοσοκομείο , υπό το βλέμμα τόσων γιατρών και νοσοκόμων.
- Τους κάναμε γερή ντρίμπλα φίλε μου , του αποκρίθηκα.
- Ναι , σαν εκείνες του Λάγιος που έκανε τους αντιπάλους να ξερνάνε , μου απάντησε και το βλέμμα του άστραψε.
Δεν μου πήρε πάνω από μερικά δευτερόλεπτα να εξηγήσω στο φύλακα το λόγο της επισκέψεως μας στο Ναό. Δεν θα μπορούσε να αρνηθεί σε κάποιον την επιθυμία να δει το μέρος που πέρασε τα καλύτερά του χρόνια, για τελευταία φορά στη ζωή του.
Γεμάτος απύθμενη υπερηφάνεια περπατούσε πάνω στα σαρακοφαγωμένα τσιμέντα . Κοντοστάθηκε για λίγο και σήκωσε το βλέμμα ψηλά. Εκεί όπου δέσποζε επιβλητικός ο Δαφνοστεφανωμένος . Τα μάτια του είχαν γεμίσει δάκρυα . Ήταν η πρώτη φορά στη ζωή μου που τον έβλεπα να ‘σπάει’ . Με χέρια τρεμάμενα πέρασε το κασκόλ γύρω από το λαιμό του και το έσφιξε δυνατά.
Τον άφησα να προχωράει μπροστά , μόνος , οι τελευταίες αυτές στιγμές ήταν δικές του. Αυτός και η ομάδα που λάτρεψε , τα τσιμέντα, το χορτάρι που πάτησαν και τίμησαν μεγάλες δόξες του Ολυμπιακού . Του ‘δικού’ του Ολυμπιακού. Αυτόν που αγάπησε από μικρό παιδί , τότε που ακόμα πιτσιρικάς το έσκαγε από το σπίτι για να δει τον λατρεμένο του Θρύλο.
Έγειρε μπροστά ,τα πόδια του λύγισαν και τα γόνατα ακούμπησαν στο ψυχρό τσιμέντο. Έτρεξα πίσω του και έκανα μια κίνηση να τον ανασηκώσω. Με απώθησε με το χέρι του, δίνοντας μου να καταλάβω ότι δεν ήθελε να μπλεχτώ στην τελευταία του ιεροτελεστία μέσα στον Ναό της ζωής του.
Δίπλωσε το κορμί του και κόλλησε τα χείλη στα τσιμεντένια σκαλοπάτια , εκεί που ως πιτσιρικάς ένιωσε το πρώτο ρίγος . Τα δάκρυα είχαν καλύψει τα μάτια του. Γύρισε το κορμί του στο πλάι και ξάπλωσε πάνω στα σκαλιά.
- Θεέ μου , σε ευγνωμονώ που με αξίωσες να γίνω οπαδός αυτής της ομάδας, τώρα μπορείς να με πάρεις κοντά σου. Με περιμένουν τα φιλαράκια μου εκεί ψηλά.
- ΟΛΥΜΠΙΑΚΟΣ …ήταν τα τελευταία λέξη που κατάφερε να ψελίσει.
Το παγωμένο του βλέμμα είχε μείνει καρφωμένο στον ‘ Έφηβο’. Σκούπισα τα τελευταία δάκρυα που μου είχαν απομείνει και με μια ευλαβική κίνηση σφάλισα τα βλέφαρά του. Γονάτισα δίπλα του και αγκάλιασα το άψυχο κορμί του.
Το χέρι μου χάιδευε το ζεστό ακόμη μέτωπό του. Δεν είχα πλέον άλλη δύναμη, ξάπλωσα πλάι του και μείναμε να κοιτάμε μαζί τον Δαφνωστεφανομένο που θα έλεγε κανείς ότι είχε δακρύσει.
- Δε σου λέω καλό ταξίδι φίλε μου , αλλά καλή αντάμωση...
Το κείμενο είναι αφιερωμένο σε έναν σύγγαυρο που έφυγε από κοντά μας πριν λίγους μήνες. Αν και δεν τον γνώριζα προσωπικά , αυτά που μου μετέφεραν με συγκλόνισαν και ήθελα να αποτίσω από μεριάς μου έναν ελάχιστο φόρο τιμής , όπως και σε όλα τα αδέρφια που δεν βρίσκονται πλέον κοντά μας…
Lambrost
** ΟΛΑ ΤΑ ΑΡΘΡΑ ΣΤΗ ΣΤΗΛΗ "ΑΠΟΨΕΙΣ" ΑΦΟΡΟΥΝ ΠΡΟΣΩΠΙΚΕΣ ΤΟΠΟΘΕΤΗΣΕΙΣ KAI ΔΕΝ ΣΗΜΑΙΝΕΙ ΟΤΙ ΕΚΦΡΑΖΟΥΝ ΤΟ BLOG